Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+περίοδος

  • 101 тур

    α.
    1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•

    один тур вальса ένας γύρος του βαλς.

    || περιφορά, περιοδεία•

    тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•

    тур по городу ο γύρος της πόλης.

    2. στάδιο•

    первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•

    второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.

    || περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.
    α. παλ.
    1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).
    2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).
    3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).
    α.
    1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.
    2. καυκάσιος ορεινός τράγος.

    Большой русско-греческий словарь > тур

  • 102 уборочный

    επ.
    της συγκομιδής, συλλεκτικός•

    -ые работы οι εργασίες συγκομιδής•

    -ая машина συλλεκτική μηχανή•

    -ая кампания εξόρμηση συγκομιδής.

    ουσ. -ая θ. συγκομιδή ή περίοδος συγκομιδής.

    Большой русско-греческий словарь > уборочный

  • 103 утробный

    επ. βρ: -бен, -бна, -бно.
    1. εγκοίλιος•

    утробный период развития η εγκοίλια περίοδος ανάπτυξης.

    2. εσωτερικός.
    3. (γι•« ήχ°) υπόκωφος• χαμηλός.

    Большой русско-греческий словарь > утробный

  • 104 чернотроп

    α. (κυνηγ.) φθινοπωρινή περίοδος• δρόμος ακάλυπτος από χιόνι.

    Большой русско-греческий словарь > чернотроп

  • 105 шестидесятилетний

    επ.
    εξηντάχρονος, εξηκονταετής•

    шестидесятилетний период εξηντάχρονη περίοδος•

    шестидесятилетний мужчина εξηντάρης (άντρας).

    Большой русско-греческий словарь > шестидесятилетний

  • 106 эвакуационный

    επ.
    εκκενωτικός, της εκκένωσης• εκκενωμένος•

    эвакуационный период η περίοδος εκκένωσης•

    эвакуационный район εκκενωμένη περιοχή•

    -ая комиссия επιτροπή εκκένωσης.

    Большой русско-греческий словарь > эвакуационный

  • 107 экзаменационный

    επ.
    εξεταστικός, των εξετάσεων•

    -ая комиссия η εξεταστική επιτροπή•

    экзаменационный билет ο κλήρος των εξετάσεων•

    -ая сессия η εξεταστική περίοδος.

    Большой русско-греческий словарь > экзаменационный

  • 108 эллинизм

    α.
    1. ελληνισμός (ελληνιστική περίοδος).
    2. λέξη ή ρητό δανεισμένο απ ο την αρχαία ελληνική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > эллинизм

  • 109 эра

    θ.
    1. εποχή• χρονολογία•

    христианская эра η χριστιανική χρονολογία (που αρχίζει από τη γέννηση του Χριστού)•

    до нашей -ы πριν τη χρονολογία μας (πριν Χριστό)•

    нашей -ы μετά Χριστά•

    новой -ы της νέας χρονολογίας (μετά Χριστό).

    2. περίοδος χρονική.
    3. (γεωλ.) αιώνας•

    палеозойская эра ο παλαιοζωικός αιώνας.

    Большой русско-греческий словарь > эра

  • 110 юра

    -ьг θ. η δεύτερη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα.
    θ.
    κοπάδι θαλάσσιων ζώων.

    Большой русско-греческий словарь > юра

См. также в других словарях:

  • περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

  • περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… …   Dictionary of Greek

  • ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη …   Dictionary of Greek

  • μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… …   Dictionary of Greek

  • Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»