-
21 менструация
мед. η (εμ)μηνόρροια, τα έμμηνα, разг. η περίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > менструация
-
22 навигация
1. (ав., косм., мор.) η ναυτιλία 2. (сезон) η εποχή/περίοδος της ναυσιπλοίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навигация
-
23 неолит
(археол.) η νεολιθική (περίοδος, εποχή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неолит
-
24 ордовик
(ордовикская система или период) (геол.) η ορδοβίκιος εποχή ή περίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ордовик
-
25 переходный
1. (служащий для перехода) της διάβασης 2. (такой, который требуется для перехода в следующий класс, на следующий курс и т.п) προαγωγικός, προβιβαστικός 3. (промежуточный, являющийся переходом от одного состояния к другому) μεταβατικ/ός 4. грам. μεταβατικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переходный
-
26 пермь
(пермская система{}период{}) Πέρ-μιο(ς) (το διάστημα/η περίοδος του γεωλογικού χρόνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пермь
-
27 продолжительность
η διάρκεια, ο χρόνος, η περίοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжительность
-
28 радиомолчание
η σιγή ασυρμάτουη περίοδος σιγής ασυρμάτουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиомолчание
-
29 регулы
мед. τα έμμηνα, η περίοδος, τα καταμήνια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регулы
-
30 сарос
астр. η σάρος ή σαρός (περίοδος περίπου 6585 ημερών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сарос
-
31 триас
(триасовая система{}период{}) (геол.) η Τριασική περίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триас
-
32 утробный
1. (происходящий, протекающий в утробе) εγκοίλιοςεμβρυϊκόςεμβρυακός2. (идущий изнутри, из глубины) εσωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утробный
-
33 эксплуатация
(использование) η εκ-μετάλλευσ/ηη χρήση, η λειτουργίαвводить в - ю βάζω/θέτω σε λειτουργίαвыводить из - и βγάζω από τη χρήση/εκμετάλλευσηдата пуска в - ю ημερομηνία αρχικής - ης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксплуатация
-
34 девятилетний
девяти||летнийприл ἐννιάχρονος, ἐννεαετής:\девятилетнийлетний ребенок ἐννιάχρονο παιδάκι· \девятилетнийлетний срок ἐννιά χρόνια, προθεσμία (или περίοδος) ἐννέα ἐτῶν. -
35 зачетный
зачет||ныйприл τῶν ἐξετάσεων:\зачетныйная сессия ἡ ἐξεταστική περίοδος· \зачетныйная книжка τό βιβλιάριο τοῦ σπουδαστή. -
36 инкубационный
инкуба||цио́нныйприл τής ἐκκόλαψης, ἐκκολαπτικός:\инкубационныйцио́и-ный период мед. ἡ ἐπώαση, ἡ περίοδος ἐπώασης. -
37 испытательный
испыт||а́тельныйприл δοκιμαστικός, τής δοκιμής, τής δοκιμασίας:\испытательный срок περίοδος δοκιμασίας· \испытательный полет ἡ δοκιμαστική πτήση. -
38 кандидатский
кандидат||скийприл τοῦ ὑποψηφίου, τοῦ διδάκτορα:\кандидатскийский стаж ἡ περίοδος δοκιμασίας (τοῦ δόκιμου μέλους τοῦ κόμματος). -
39 лагерный
лагерныйприл τοῦ στρατοπέδου, τής κατασκήνωσης:\лагерный сбор ἡ περίοδος ἀσκήσεων στρατοῦ. -
40 ледовый
ледовыйприл геол.:\ледовый период ἡ περίοδος τῶν πάγων Ледовое побоище ист. ἡ μάχη στους πάγους.
См. также в других словарях:
περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… … Dictionary of Greek
ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη … Dictionary of Greek
μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… … Dictionary of Greek
αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… … Dictionary of Greek
αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… … Dictionary of Greek
Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона