Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+μύτη

  • 101 ковырять

    ρ.δ.
    1. μ. ανασκαλεύω, σκαλίζω• - хлеб σκαλίζω το ψωμί•

    ковырять в носу ανασκαλίζω τη μύτη•

    ковырять в ушах ανασκαλίζω τ αυτιά•

    землю ανασκαλεύω το χώμα.

    2. μτφ. αργοδουλεύω, οκνεύω, -ομαι.
    εκφρ.
    ковырять лапти – (απλ.) πλέκω ή διορθώνω λάπτι (βλ. липоть).
    1. ανασκαλεύω, ανασκαλίζω.
    2. διορθώνω αργά, αβίαστα (μηχανή κ.τ.τ.). φροντίζω συνεχώς ή κάνω επιμελημένη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > ковырять

  • 102 кончик

    α.
    άκρη, αιχμή, μύτη•

    кончик верёвки η άκρη της τριχιάς•

    кончик носа η άκρη της μύτης• ύτο•

    слово вертится у меня на -е языки αυτή η λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κοντεύω να τη θυμηθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кончик

  • 103 мясистый

    επ., βρ: -сист, -а, -о.
    1. κρεατώδης, ψαχνός.
    2. σαρκώδης•

    мясистый нос σαρκώδης μύτη.

    || μτφ. (για φυτά, καρπούς) σαρκώδης•

    -ые вишни σαρκώδη βύσσινα•

    -ые листья σαρκώδη φύλλα.

    Большой русско-греческий словарь > мясистый

  • 104 наконечник

    α.
    ακή, αιχμή, μύτη άκρη•

    наконечник копьй η αιχμή του ακοντίου•

    наконечник стрелы η αιχμή του βέλους•

    металлический наконечник μεταλλική άκρη.

    || προφυλακτήρας (ακής).

    Большой русско-греческий словарь > наконечник

  • 105 налезть

    -зет, παρλθ. χρ. налез
    -ла, -ло ρ.σ.
    1. (με σημ. ποσοτική) βλ. влезть.
    2. κινούμαι προς. || χαμηλώνω, κατεβαίνω•

    шапка -ла на нос η σκούφια κατέβηκε ως τη μύτη.

    3. (για ενδύματα, υποδήματα κ.τ.τ.) χωρώ, μπαίνω•

    эти перчатки не -зут αυτά τα γάντια δε θα μου χωρέσουν.

    Большой русско-греческий словарь > налезть

  • 106 ножевой

    κ. ножовый
    επ.
    του μαχαιριού•

    -ое производство παραγωγή μαχαιριών•

    -ое остри η κόψη ή μύτη του μαχαιριού•

    ножевой черенок λαβή μαχαιριού.

    Большой русско-греческий словарь > ножевой

  • 107 носик

    α.
    1. μυτίτσα.
    2. μύτη. || ακή.
    3. άκρη. || στόμιο αγγείου (τσαερού κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > носик

  • 108 носковый

    επ.
    της μύτης•

    -ая часть подошвы η μύτη της σόλας.

    Большой русско-греческий словарь > носковый

  • 109 нюхать

    ρ.σ.μ.
    1. οσφραίνομαι, μυρίζω•

    цветок, духи μυρίζω το λουλούδι, τα αρώματα•

    нюхать воздух μυρίζω τον αέρα.

    || ρουφώ με τη μύτη• τραβώ πρέζα.
    2. μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω.
    εκφρ.
    пороху не -ал – είναι άκαπνος (απειροπόλεμος).

    Большой русско-греческий словарь > нюхать

  • 110 орлиный

    επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αέτιος, αε-τώδης•

    -ое гнездо αετοφωλιά•

    орлиный клгов αέτιο ράμφος•

    -ые ногти αετονύχια•

    орлиный нос γαμψή μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > орлиный

  • 111 отморозить

    -бжу, -бзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмороженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παγώνω, ξεπαγιάζω•

    смотри, не -розь нос κοίταξε μη σου παγώσει η μύτη. отморозить пальцы παγώνω τα δάχτυλα.

    Большой русско-греческий словарь > отморозить

  • 112 отсморкаться

    ρ.σ. σκουπίζω τη μύτη• παύω να απομυσσομαι, να βγάζω μύξες.

    Большой русско-греческий словарь > отсморкаться

  • 113 очинка

    θ.
    αιχμή, μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > очинка

  • 114 пенсне

    ουδ. άκλ. πενσνέ, ματογυάλια στηριζόμενα μόνο στη μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > пенсне

  • 115 правильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σωστός, ορθός•

    -ое произношение σωστή προφορά•

    правильный ответ σωστή απάντηση.

    || κανονικός, αρμονικός•

    -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.

    || ομαλός•

    правильный глагол ομαλό ρήμα•

    -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.

    2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.
    3. ρυθμικός•

    -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.

    4. συμμετρικός•

    правильный нос κανονική μύτη.

    εκφρ.
    правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.
    επ.
    ομαλυντικός• λειαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > правильный

  • 116 приплюснутый

    επ. από μτχ.
    πλακουτσός,πε-πλατισμένος•

    приплюснутый нос πλακουτσή μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > приплюснутый

  • 117 прогнусавить

    ρ.σ. μιλώ με τη μύτη,ένρινα.

    Большой русско-греческий словарь > прогнусавить

  • 118 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 119 пуговка

    θ.
    κουμπάκι.
    εκφρ.
    нос -ой – μυτίτσα• ανασηκωμένη μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > пуговка

  • 120 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

См. также в других словарях:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — η 1. το αισθητήριο όργανο της όσφρησης: Έχει γαμψή μύτη. 2. το ρύγχος των ζώων ή το ράμφος των πουλιών: Οι πελαργοί έχουν μακριές μύτες. 3. η όσφρηση: Έχει γερή μύτη. 4. προεξοχή, αιχμή: Η μύτη της βελόνας. 5. φρ., «Σήκωσε μύτη», έγινε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύτη — μύτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτῃ — μύτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»