Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+μύτη

  • 41 мудрец

    мудрец
    м 0 σοφός, ὁ φρόνιμος, ὁ συνετός, ὁ γνωστικός· ◊ на всякого \мудреца довольно простоты =ί τό ἐξυπνο πουλί ἀπό τή μύτη πιανεται.

    Русско-новогреческий словарь > мудрец

  • 42 мясистый

    мясистый
    прил κρεατώδης, ψαχνός (о рыбе, мясе и т. п.)/ σαρκώδης (о плодах, тж. о теле человека):
    \мясистый нос ἡ σαρκώδης μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > мясистый

  • 43 носик

    носик
    м
    1. уменьш. ἡ μυτίτσα, τό μυτάκι·
    2. (чайника и т. ἡ.) τό στό-μιο[ν], ἡ μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > носик

  • 44 орлиный

    орл||иный
    прил ἀέτειος, ἀετήσιος:
    \орлиныйи́ный взгляд τό ἀετήσιο βλέμμα· \орлиныййное гнездо ἡ ἀετοφωλιά· ◊ \орлиныйи́ный нос ἡ γαμψή μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > орлиный

  • 45 острие

    острие
    с
    1. (иглы, копьА и т. п.) ἡ αἰχμή, ἡ ἀκίς, ἡ μύτη·
    2. (ножа и т. п.) ἡ κόψη, ὁ ἀθέρας·
    3. перен ἡ αἰχμή:
    \острие критики αἰχμή τής κριτικής.

    Русско-новогреческий словарь > острие

  • 46 остроносый

    остроносый
    прил μέ σουβλερή μύτη, ὀξύρρινος.

    Русско-новогреческий словарь > остроносый

  • 47 повод

    повод I
    м ἡ ἀφορμή:
    по \поводу ὡς προς, ὀσον ἀφορᾶ· по какому \поводу? γιά ποιο λόγο;, προς τί;· по всякому \поводу γιά τό κάθε τι, γιά ψύλλου πήδημα· без всякого \повода χωρίς καμμιά ἀφορμή, στά καλά καθούμενα· дать \повод δίνω ἀφορμή.
    повод II
    м (у лошади) τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, τά γκέμια· ◊ быть у кого́-л. на \поводу́ μέ τραβά (или μέ σέρνει) κάποιος ἀπό τή μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > повод

  • 48 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 49 приплюсиутый

    приплюсиу||тый
    прил:
    \приплюсиутый нос μύτη σιμή.

    Русско-новогреческий словарь > приплюсиутый

  • 50 римский

    ри́м||ский
    прил ρωμαϊκός· ◊ \римскийские цифры οἱ ρωμαϊκοί αριθμοί· \римскийское право τό ρωμαϊκό[ν] δί-καιο[ν]· \римскийскни́ папа ὁ Πάπας τής Ρώμης· \римскийский нос ἡ γρυπή μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > римский

  • 51 сморкаться

    сморкаться
    несов φυσώ τἡν μύτη μου, ξεμυξίζομαι, ἀπομύσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сморкаться

  • 52 совать

    совать
    несов βάζω, χώνω:
    \совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου.

    Русско-новогреческий словарь > совать

  • 53 тупой

    туп||ой
    прил
    1. (об остром предмете) ἀμβλύς, στομωμένος:, \тупой нож τό στομω-μένο μαχαίρι· \тупойая пила τό στομωμένο πριόνι·
    2. (о человеке) χοντροκέφαλος·
    3. (глуповатый, бессмысленный) χαζός, ἀνόητος:
    \тупой взгляд τό ἡλίθιο βλέμμα· \тупойая улыбка τό ἡλίθιο χαμόγελο·
    4. (о чувствах, переживаниях):
    \тупой страх ὁ ζωώδης φόβος· \тупойо́е отчаяние ἡ ἔσχατη ἀπελπισία· \тупойо́е упрямство τό ἀνόητο πείσμα· ◊ \тупой угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \тупойые носы (об обуви) ἡ πλατειά μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > тупой

  • 54 тыкать

    тыкать I
    несов
    1. χώνω/ μπήγω, βυθίζω (вонзать):
    \тыкать палкой в землю μπήζω τό μπαστούνι στή γή· поросенок тычет нос в корыто τό γουρουνάκι χώνει τήν μουσούδα του στή σκάφη·
    2. (бить, ударять) κτυπώ· ◊ \тыкать но́сом кого-л. во что́-л. разг χώνω κάτι στή μύτη κάποιου· \тыкать пальцем в кого-л. разг δείχνω κάποιον μέ τό δάκτυλο.
    тыкать II
    несов (называть на „ты") разг μιλώ στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > тыкать

  • 55 утереть

    утереть
    сов см. утирать· ◊ \утереть иос кому́-л. разг τοῦ τρίβω τή μύτη, κόβω τή φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > утереть

  • 56 уткнуть

    уткнуть
    сов βυθίζω, μπήγω, χώνω:
    \уткнуть лицо́ в воротник χώνω τό πρόσωπο στον γιακά μου· \уткнуть нос в книгу разг χώνω τή μύτη μου στά βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > уткнуть

  • 57 хлюпать

    хлюпа||ть
    несов разг παφλάζω, πλατσα-ρίζω/ τσαλαβουτώ (идти):
    \хлюпать по грязн τσαλαβουτώ στίς λάσπες· вода́ \хлюпатьет под ногами τσαλαβουτώ στά νερά· ◊ \хлюпать носом ρουφώ τή μύτη μου.

    Русско-новогреческий словарь > хлюпать

  • 58 чесаться

    чесать||ся
    1. ξύνομαι·
    2. (зудеть) ἔχω φαγούρα, μέ τρώγει κάτι:
    у меня нос чешется μέ τρώγει ἡ μύτη μου·
    3. (причесываться) χτενίζομαι· ◊ у него́ ру́ки чешутся τόν τρώνε τά χέρια του· у него́ язык чешется τόν τρώει ἡ γλῶσσα του νά μιλήσει.

    Русско-новогреческий словарь > чесаться

  • 59 чинить

    чинить I
    несов
    1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):
    \чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·
    2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.
    чинить II
    несов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:
    \чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чинить

  • 60 шип

    шип
    м
    1. бот. τό ἀγκάθι, ἡ ἄκανθα:
    без \шипо́в χωρίς ἀγκάθια·
    2. (выступ) τό καρφί, τό ἀγκιστρόκαρφο, ἡ μύτη·
    3. тех. ἡ σφήνα, ὁ σφήν.

    Русско-новогреческий словарь > шип

См. также в других словарях:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — η 1. το αισθητήριο όργανο της όσφρησης: Έχει γαμψή μύτη. 2. το ρύγχος των ζώων ή το ράμφος των πουλιών: Οι πελαργοί έχουν μακριές μύτες. 3. η όσφρηση: Έχει γερή μύτη. 4. προεξοχή, αιχμή: Η μύτη της βελόνας. 5. φρ., «Σήκωσε μύτη», έγινε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύτη — μύτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτῃ — μύτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»