-
81 επιτριπτος
21) досл. стертый, изношенный, перен. избитый(μουσική Sext.)
2) перен. тертый, хитрый(κίναδος Soph.)
οὑπίτριπτος, f ἡπίτριπτος in crasi Arph. — продувная бестия -
82 ευμελης
-
83 ευρυθμος
-
84 θεατρικος
31) театральный(μουσική Arst.; ὄψις Plut.)
2) театральный, высокопарный(τοῦ λόγου ὑπόθεσις Plut.)
-
85 ξυνεπομαι
(impf. συνειπόμην, fut. συνέψομαι, aor. 2 συνεσπόμην - conjct. συνέσπωμαι)1) идти вслед, следовать, сопровождать(τινι Her., Aesch., Arst., NT.)
ποίμναις ξ. Soph. — ходить за стадами, т.е. пасти стада;γένος ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ξυνέπεται καὴ συνέψεται Plat. — род человеческий развивается и будет развиваться вместе с временем;ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν Plat. — то, что мы высказали вслед за этим;αἱ μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι Plat. — подобные музыке искусства;σ. τῷ λόγῳ Plat. — следить за развитием рассказа2) следовать, повиноваться(τῷ νόμῳ Plat.)
3) следовать, вытекать, быть последствием(ὅσα ἄλλα τούτοις συνέπεται Plat.)
4) следить за ходом мысли, т.е. улавливать, пониматьξυνέπει ; - Ξυνέπομαι Plat. — понимаешь? - Понимаю
-
86 προσεκλυω
-
87 σκηνικος
-
88 συνεπομαι
(impf. συνειπόμην, fut. συνέψομαι, aor. 2 συνεσπόμην - conjct. συνέσπωμαι)1) идти вслед, следовать, сопровождать(τινι Her., Aesch., Arst., NT.)
ποίμναις ξ. Soph. — ходить за стадами, т.е. пасти стада;γένος ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ξυνέπεται καὴ συνέψεται Plat. — род человеческий развивается и будет развиваться вместе с временем;ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν Plat. — то, что мы высказали вслед за этим;αἱ μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι Plat. — подобные музыке искусства;σ. τῷ λόγῳ Plat. — следить за развитием рассказа2) следовать, повиноваться(τῷ νόμῳ Plat.)
3) следовать, вытекать, быть последствием(ὅσα ἄλλα τούτοις συνέπεται Plat.)
4) следить за ходом мысли, т.е. улавливать, пониматьξυνέπει ; - Ξυνέπομαι Plat. — понимаешь? - Понимаю
-
89 συννεμω
1) вместе пасти(συννέμεσθαί τινι Arst.)
2) уделять, назначать, присоединять(ἑαυτῷ τινας Plut.)
ποιητικέ μουσικῇ συννεμομένη Plut. — поэтика, связанная с музыкой -
90 τρυγωδοποιομουσικη
-
91 ψιλος
31) голый, лишенный растительности, безлесный(ἄροσις Hom.; πεδίον Her.; χώρα Xen.; γῆ Plat.)
γεωργία ψιλή τε καὴ πεφυτευμένη Arst. — земледелие посевное и садовое, т.е. полеводство и садоводство2) голый, безволосый(ψ. κατὰ τὸ σῶμα Arst.)
ψ. κεφαλήν Her. и ψ. τὰ περὴ τέν κεφαλήν Arst. — с голой головой, лысый (ср. 7);δέρμα ἐλάφοιο ψιλόν Hom. — оленья шкура с облезшей шерстью;τὰς γνάθους ψιλὰς ἔχειν Arph. — быть безбородым;τέν ἡμίκραιραν τέν ἑτέραν ψιλέν ἔχων Arph. — с наполовину обритой головой;ψ. κύων Xen. — короткошерстая собака3) непокрытый (попоной), неоседланный(ἵππος Xen.)
4) непокрытый землей, непогребенный(νέκυς Soph.)
5) очищенный, общипанный(θρίδαξ Her.)
6) один (лишь), одинокийψιλέ τρόπις Hom. — отломившийся (от корабля) киль;
φιλαὴ μάχαιραι Xen. — мечи без перевязей;ψιλὸν ὄμμα Soph. — единственный глаз (слепого Эдипа), т.е. Антигона;ἀριθμητικέ ψιλέ εἴτε ἐπίπεδος Plat. — арифметика чистая или прилагаемая к плоскостям, т.е. планиметрия;ψιλῷ τῷ στόματι μεταχειρίζεσθαι μουσικήν Plat. — исполнять песни одним голосом, т.е. без музыкальных инструментов;ψιλοὴ λογοι ( реже ψ. λόγος) Plat., Arst. — нестихотворная речь, проза, но тж. Plat., Dem. отвлеченные (пустые или бездоказательные) речи;ψιλέ μουσική Arst. — музыка без пения;φιλὸν μέλος Plut. — песня без инструментального сопровождения7) лишенныйψ. δενδρέων Her. — безлесный;
ψ. ἱππέων Xen. — лишенный конницы;ψ. σώματος Plat. — бесплотный;τέχναι ψιλαὴ τῶν πράξεων Plat. — искусства, не имеющие практического применения;ψ. ὅπλων Plat. — невооруженный, безоружный;ψιλέν ἔχων τέν κεφαλήν Xen. — без шлема на голове (ср. 2)8) легковооруженный(ὅμιλος Thuc.; δύναμις Arst.)
οἱ ψιλοί Her., Xen. — легковооруженные солдаты (отряды);αἱ ψιλαὴ ἐργασίαι Arst. — действия легковооруженных войск9) безоружный, беззащитный(ψ., οὐκ ἔχων τροφήν Soph.)
10) грам. простой, т.е. не имеющий придыхания (лат. tenuis, напр., π, κ, τ в отличие от φ, χ, θ), не имеющий сильного придыхания, т.е. со слабым придыханием (лат. lenis) или краткий (напр., ε в отличие от η; υ стало называться ψιλόν, когда утратило архаическое произношение ου) -
92 гамма
I.(внесистемная единица напряжённости магнитного поля) Г, το γάμμα (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου).II.муз. η μουσική κλίμακαмажорная - μείζων -, το ματζόρε (ξεν.)минорная - ελάσσων -, το μινόρε (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма
-
93 камерный
муз. του δωματίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камерный
-
94 музыка
η μουσικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыка
-
95 музыкальность
(мелодичность) η μουσικότητα, η μελωδικότητα, (человека) η μουσική προδιάθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > музыкальность
-
96 оформление
1. (принятие, зачисление) η εγγραφή, η πρόσληψη, η ένταξη 2. (внеш-ний вид) η διακόσμησηхудожественное - καλλιτεχνική -, το ντεκόρ (ξεν.)3. (результатов испытаний и т.п.) η παρουσίαση (των αποτελεσμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оформление
-
97 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
98 полифония
муз. η πολυφωνία, η πολυφωνική μουσική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полифония
-
99 речитатив
муз. η μουσική απαγγελία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > речитатив
-
100 симфонизм
муз. η (μουσική) συμφωνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > симфонизм
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek