-
1 musique
μουσική -
2 hudba
μουσική -
3 muzika
μουσική -
4 noty
μουσική -
5 music
μουσική -
6 muzyka
μουσική -
7 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί. -
8 музыка
му́зык||аж ἡ μουσική:симфоническая \музыка ἡ συμφωνική μουσική· камерная \музыка ἡ μουσική δωματίου· легкая \музыка ἡ ἐλαφρά μουσική· танцевальная \музыка ἡ μουσική χοροῦ· учитель \музыкаи ὁ μουσικοδιδάσκαλος. -
9 музыка
музыка ж η μουσική" симфоническая \музыка η συμφωνική μουσική* * *жη μουσικήсимфони́ческая му́зыка — η συμφωνική μουσική
-
10 музыкальный
музыкальн||ыйприл в разн. знач. μουσικός:\музыкальныйая школа ἡ σχολή μουσικής, ἡ μουσική σχολή· \музыкальныйый вечер ἡ μουσική βραδυά· \музыкальныйая передача ἡ μουσική ἐκπομπή. -
11 заниматься
заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω* * *1) (чем-л.) ασχολούμαιзанима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική
2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω -
12 камерный
-
13 любить
любить αγαπώ· любите ли вы музыку? σας αρέσει η μουσική;* * *лю́бите ли вы му́зыку? — σας αρέσει η μουσική
-
14 музыкальность
музыкальн||остьж1. (мелодичность) ἡ μουσικότητα [-ης], ἡ μελωδικότητα [-ης]:\музыкальность речи ἡ μουσική τής ὁμιλίας·2. (человека) перев. оборотом ἡ μουσική προδιάθεση, ἡ μουσικότης. -
15 наслушаться
наслу́ша||тьсясов ἀκοῦω πολλά:\наслушаться му́-зыки ἔχω ἀκούσει πολλή μουσική, χορταίνω μουσική· ◊ слушаю и не \наслушатьсяюсь ἀκούω καί δέν χορταίνω ν'άκούω. -
16 эстрадный
эстра́д||ныйприл τοῦ βαριετέ, τοῦ ἐλαφροῦ θεάτρου:\эстрадныйная актриса ἡθοποιός τοῦ βαριετέ· \эстрадныйная музыка ἡ ἐλαφρά μουσική, ἡ μουσική χοροῦ. -
17 любить
люблю, -любишь, μτχ. ενστ. любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бим, -а, -оρ.δ. μ. αγαπώ•любить мать αγαπώ τη μάνα•
любить Родину αγαπώ την πατρίδα.
|| ερωτεύομαι. || αρέσω•я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική•
я жить -блю θέλω να ζήσω.
|| χρειάζομαι, έχω ανάγκη•цветы -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό.
αγαπιέμαι, ερωτεύομαι•он с ней -ится уже третий год αυτοί αγαπιούνται πριν από τρία χρόνια.
-
18 музицировать
-руга, -руешьρ.δ. παλ. ασχολούμαι με τη μουσική παίζω μουσική. -
19 тяготеть
-ею, -ешьρ.δ.1. έλκομαι, τραβιέμαι•луна -еет к земле το φεγγάρι έλκεται από τη γη.
2. τείνω, κλίνω, ρέπω προς•он -еет к музыке αυτός έχει κλίση προς τη μουσική, τον τραβάει η μουσική.
3. ορθώνομαι, υψώνομαι•гора -еет над горизонтом το βουνό υψώνεται στον ορίζοντα.
|| μτφ. βαρύνω, βασανίζω, καταθλίβω• κατατρύχω. || μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι ανώτερος. -
20 гамма
I.(внесистемная единица напряжённости магнитного поля) Г, το γάμμα (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου).II.муз. η μουσική κλίμακαмажорная - μείζων -, το ματζόρε (ξεν.)минорная - ελάσσων -, το μινόρε (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek