Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+μείωση

  • 121 смягчение

    ουδ.
    1. μαλάκωμα, μαλάκυνση, απάλυνση.
    2. μτφ. καταπράϋνση, κατευνασμός.
    3. μείωση, ελάττωση• μετρίαση. || εξασθένιση, αδυνάτισμα. || μτφ. ύφεση•

    смягчение международной напряжнности ύφεση της διεθνούς έντασης.

    4. μαλάκυνση της προφοράς των συμφώνων.

    Большой русско-греческий словарь > смягчение

  • 122 сокращение

    ουδ.
    1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•

    сокращение пути συντόμευση του δρόμου.

    2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•

    -вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.

    3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).
    4. συστολή•

    сокращение мышц συστολή των μυών.

    5. (μαθ.) απλοποίηση•

    сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.

    6. περικοπή, κόψιμο•

    перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.

    7. σύντμηση λέξης.

    Большой русско-греческий словарь > сокращение

  • 123 спад

    α.
    πτώση, μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα•

    спад давления πτώση της πίεσης.

    Большой русско-греческий словарь > спад

  • 124 спуск

    -а, (-у) α.
    1. κατέβασμα, κατάβαση, κάθοδος• κατηφόριση•

    спуск в шахту κατέβασμα στο ορυχείο•

    спуск флага κατέβασμα της σημαίας.

    2. πτώση, απελευθέρωση•

    спуск курка πτώση του επικρουστήρα (όπλου).

    3. καθέλκυση•

    корабля в воду καθέλκυση του πλοίου στα νερά.

    4. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα•

    спуск воды λιγόστεμα του νερού.

    5. κλίση, επικλινές μέρος• πλαγιά• κατηφόρα.
    6. η ουρά της σκαντά-λης.
    7. σελιδοθέτηση.
    εκφρ.
    не давать,дать -а (-у) – δε χαρίζω, δε συγχωρώ, δε δείχνω ε-πιε ίκεια.

    Большой русско-греческий словарь > спуск

  • 125 у...

    1.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.
    2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.
    4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.
    5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).
    II.
    Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.

    Большой русско-греческий словарь > у...

  • 126 убавка

    θ.
    μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα περιορισμός• ύφεση• έκπτωση, σκόντο• κόντεμα, βράχυνση.

    Большой русско-греческий словарь > убавка

  • 127 убыль

    θ.
    1. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα.
    2. βλ. убыток.
    εκφρ.
    на убыль идти (пойти)βλ. убыть (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > убыль

  • 128 угар

    α.
    1. διοξείδιο του άνθρακα.
    2. δηλητηρίαση από διοξείδιο του άνθρακα.
    3. μτφ. παράφορα, έξαψη•

    в -е страстей στην έξαψη παθών•

    любовный угар η φλόγα της αγάπης•

    пьян-ный угар παραζάλη μέθης.

    α.
    μείωση του βάρους με τη θέρμανση.

    Большой русско-греческий словарь > угар

См. также в других словарях:

  • μείωση — η 1. ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστεμα: Μείωση του μισθού. 2. μτφ., ταπείνωση, εξευτελισμός: Δεν ανέχομαι τη μείωση μπροστά στους γονείς σου! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • μειώσῃ — μειόω lessen aor subj mid 2nd sg μειόω lessen aor subj act 3rd sg μειόω lessen fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»