-
61 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
62 убывание
η μείωση, η ελάττωση-ть μειώνομαι, λιγοστεύωπέφτω, ελαττώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > убывание
-
63 убыль
(потери, убыток) η μείωση, η απώλεια, естественная - φυσική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыль
-
64 угар
I.тех. η απώλεια/μείωση του βάρους (λόγω καύσης).II. 1. (удушливый ядовитый газ, угарный газ) το μονοξείδιο του άνθρακα 2. (болезненное состояние при отравлении угарным газом) η δηλητηρίαση από το μονοξείδιο του άνθρακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угар
-
65 удешевление
η έκπτωσηη μείωση της τιμής/των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удешевление
-
66 уменьшение
1. (в количестве, числе, силе, мощности и т.д.) η ελάττωση, η μείωσηлинейное полигр. - γραμμική -2. (линзы, объектива, изображения при печати и т.д.) η σμίκρυνσηоптическое - οπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уменьшение
-
67 штат
I.(административно-территориальная единица с внутренним самоуправлением в некоторых странах) η πολιτεία.II.(персонал) το προσωπικ/όРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штат
-
68 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
69 эффективность
η αποτελεσματικότηταη απόδοση, ο βαθμός της απόδοσης-капиталовложений - της επέν-δυσης/των επενδύσεωνэксплуатационная - της εκμετάλλευ-σης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эффективность
-
70 значок
значок м 1) το σήμα 2) (пометка) το σημείωμα, η ση μείωση* * *м1) το σήμα2) ( пометка) το σημείωμα, η σημείωση -
71 ослабление
ослабление с η ελάττωση, η χαλάρωση· \ослабление международной напряжённости η μίωση (или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης* * *сη ελάττωση, η χαλάρωσηослабле́ние междунаро́дной напряжённости — η μείωση ( или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης
-
72 вооружение
вооружениес1. (действие) ὁ ἐξοπλισμός:\вооружение армии ὁ ἐξοπλισμός τοῦ στρα-τοῦ·2. (военное снаряжение) ὁ ὁπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἀρματωσιά, τά ὅπλα:\вооружение бойца (самолета) ὁ ὁπλισμός τοῦ στρατιώτη (τοῦ ἀεροσκάφους)· сокращение \вооружениеений ἡ μείωση (или ἡ ἐλάττωση) τῶν ἐξοπλισμών· гонка \вооружениеений τό κυνήγι τῶν ἐξοπλισμών. -
73 запись
запис||ьж1. ἡ ἐγγραφή, τό γράψιμο, ἡ συγγραφή:\запись на прием к кому́-л. ἡ ἐγγραφή στόν κατάλογο γιά νά μέ δεχθεί κάποιος· \запись на пленку ἡ ἐγγραφή σέ ταινία· граммофонная \запись ἡ ἐγγραφή σέ δίσκο γραμμοφώνου·2. (заметка) ἡ ση-μείωση [-ις]· ◊ дарственная \запись ист. ἡ ἀφιέρωση [-ις]. -
74 преуменьшатьение
преуменьшать||ениес ἡ μείωση [-ις] / ἡ ὑποτίμηση [-ις1 (недооценка). -
75 сведение
сведе́ние Iс ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείωση[-ις]:\сведение счетов с кем-л. а) τό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μέ κάποιον, б) перен ἡ ἐκδίκηση.све́дени||е IIс1. (известие) ἡ πληροφορία, ἡ ἐϊδηση [-ις]:достоверные \сведениея οἱ θετικές πληροφορίες· собирать \сведениея μαζεύω πληροφορίες·2. \сведениея мн. (познания) οἱ γνώσεις· ◊ принимать к \сведениею что́-л. λαμβάνω ὑπ' δψιν, λαβαίνω γνώση· доводить до \сведениея φέρω είς γνώσιν, γνωστοποιώ. -
76 свертывание
свертываниес1. τό τύλιγμα, τό δίπλωμα·2. (производства и т. п.) ὁ περιορισμός, ἡ μείωση [-ις]·3. (сгущение) τό πήξιμο, ἡ πήξη [-ις]/ ἡ θρόμβωση [-ις] (тк. крови)/ τό κόψιμο τοῦ γάλακτος (молока). -
77 сноска
сноскаж (внизу страницы) ἡ ὑποση-μείωση [-ις], ἡ παραπομπή. -
78 сокращение
сокращени||ес1. (укорочение) τό κόν-τεμα, ἡ συντόμευση [-ις]:\сокращение рабочего дня ἡ ἐλάττωση τής ἐργάσιμης ἡμέρας·2. (уменьшение) ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείωση[-ις1, ἡ ὀλιγόστευση [-ις], ἡ περικοπή:\сокращение вооружений ἡ ἐλάττωση τών ἐξοπλισμών3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ ἐλάττωση τοῦ προσωπικοί4. физиол. ἡ συστολή/ ἡ σύσπαση [-ις]·5. мат ἡ ἀπλοποίηση·6. (аббревиатура) ἡ σύντμηση[-ις], ἡ συντόμευση [-ις]. -
79 убыль
убыльж ἡ ἐλαττωση [-ις], ἡ μείωση [-ις], τό λιγόστεμα· ◊ идти на \убыль ἀρχίζω νά πέφτω, ἀρχίζω νά λιγοστεύω· вода́ пошла на \убыль τό νερό ἄρχισε νά λιγοστεύει. -
80 удержание
удержаниес (вычет) ἡ κράτηση [-ις], ἡ ἐλαττωση [-ις], ἡ μείωση [-ις]:\удержание расходов ἡ κράτηση τών ἐξόδων \удержание из зарплаты ἡ κράτηση ἀπό τόν μισθό.
См. также в других словарях:
μείωση — η 1. ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστεμα: Μείωση του μισθού. 2. μτφ., ταπείνωση, εξευτελισμός: Δεν ανέχομαι τη μείωση μπροστά στους γονείς σου! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… … Dictionary of Greek
μειώσῃ — μειόω lessen aor subj mid 2nd sg μειόω lessen aor subj act 3rd sg μειόω lessen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek