Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+μείωση

  • 101 заражаемость

    θ.
    μολυσματικότητα, μιασματικότητα•

    понижение -и μείωση της μολυσματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > заражаемость

  • 102 затрата

    θ.
    1. ξόδευση, -εμα, δαπάνη•

    -большой суммы δαπάνη μεγάλου ποσού.

    2. πλθ. έξοδα, δαπάνες•

    снижение -ат μείωση των δαπανών•

    не шадя -ат μη αψηφώντας τα έξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > затрата

  • 103 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 104 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 105 низведение

    ουδ.
    κατέβασμα. || μείωση, υποβίβαση, υποτίμηση• ταπείνωση.

    Большой русско-греческий словарь > низведение

  • 106 ослабление

    ουδ.
    εξασθένιση, αδυνάτισμα•

    ослабление организма εξασθένιση του οργανισμού.

    || μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || ξέσφι,γμα. || μτφ. χαλάρωση•

    ослабление дисциплины χαλάρωση της πειθαρχίας•

    -международной напряжнности χαλάρωση (ύφεση) της διεθνούς έντασης.

    Большой русско-греческий словарь > ослабление

  • 107 отлив

    α.
    1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.
    2. έκχυση με άντληση.
    3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.
    4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.
    5. η άμπωτη•

    отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.

    || μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•

    временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.

    6. απόχρωση•

    золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.

    || παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή.

    Большой русско-греческий словарь > отлив

  • 108 падение

    ουδ.
    1. πτώση, πέσιμο•

    падение снаряда πτώση του βλήματος•

    падение барометра πτώση του βαρόμετρου.

    2. άλωση, κατάληψη - Константинополя η πτώση της Κωνσταντινούπόλης.
    3. μείωση, ελάττωση•

    падение цен πτώση των τιμών.

    4. ξεπεσμός, κατάπτωση•

    моральное падение ηθική κατάπτωση.

    || απώλεια αγνότητας, σεμνότητας.

    Большой русско-греческий словарь > падение

  • 109 преуменьшение

    ουδ.
    μείωση, ελάττωση μεγάλη.

    Большой русско-греческий словарь > преуменьшение

  • 110 привёртка

    θ. (απλ.).
    1. στρίψιμο, βίδωμα.
    2. στερέωση.
    3. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα χαμήλωση με στρίψιμο (στρόφιγγας, β ί-δας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > привёртка

  • 111 принижение

    ουδ.
    1. ταπείνωση εξαθλίωση.
    2. μείωση μίκρεμα, σμίκρυνση.

    Большой русско-греческий словарь > принижение

  • 112 приуменьшение

    ουδ.
    μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα περιορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > приуменьшение

  • 113 развенчивание

    ουδ.
    1. αμαύρωση, μείωση της αίγλης, της δόξας• αφαίρεση-του φωτοστέφανου.
    2. διάλυση θρησκευτικού γάμου.

    Большой русско-греческий словарь > развенчивание

  • 114 редукция

    θ.
    1. αναγωγή• απλοποίηση.
    2. μείωση, ύφεση, ελάττωση• σμίκρυνση.
    3. (χημ.) αναγωγή• αποξειδωση.
    4. (γλωσ.) εξασθένιση προφοράς•

    редукция безударных гласных в русском языке η εξασθένιση των άτονων φωνηέντων στη ρωσική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > редукция

  • 115 сбавка

    θ.
    μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα• σμίκρυνση. || έκπτωση (τιμής).

    Большой русско-греческий словарь > сбавка

  • 116 сбрасывание

    ουδ.
    1. κατάρριψη.
    2. στρατ. απώθηση.
    3. γκρέμισμα, αποτίναξη.
    4. αφαίρεση• βγάλσιμο.
    5. αποβολή, διώξιμο.
    6. χαμήλωμα, κατέβασμα• λιγόστεμα, μείωση, ελάττωση.

    Большой русско-греческий словарь > сбрасывание

  • 117 сброс

    α.
    1. κατάρριψη.
    2. μείωση, ελάττωση, κατέβασμα, λιγόστεμα.
    3. διοχέτευση.

    Большой русско-греческий словарь > сброс

  • 118 сваливание

    ουδ.
    1. βλ. свал.
    2. επίρριψη (για ευθύνη, φταίξιμο κ.τ.τ.). || απόδοση, απονομή.
    3. ρίψη, ρίψιμο άτακτα.
    ουδ.
    1. έξοδος)κατά πλήθη, μάζες, κοπάδια). || μετακίνηση, μετατόπιση.
    2. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα• μετρίαση.

    Большой русско-греческий словарь > сваливание

  • 119 свёртывание

    ουδ.
    1. περιτύλιξη. || συστολή, μάζευμα.
    2. στρίψιμο, συστροφή.
    3. σύμπτυξη, περιστολή• μείωση.
    4. κατάργηση προσωρινή. || στρίψιμο, κόψιμο (συντόμευση οδού).
    5. στροφή, αλλαγί (της κουβέντας κ.τ.τ.).
    6. στροφή•

    свёртывание головы στροφή του κεφαλιού.

    7. εξάρθρωση, στραμπούλισμα.
    8. στράβωμα (από χτύπημα).
    9. φθορά, χάλασμα. || πήξη, πήξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > свёртывание

  • 120 себестоимость

    θ.
    το κόστος παραγωγής•

    снижение -и продукции μείωση του κόστους των προϊόντων ή της παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > себестоимость

См. также в других словарях:

  • μείωση — η 1. ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστεμα: Μείωση του μισθού. 2. μτφ., ταπείνωση, εξευτελισμός: Δεν ανέχομαι τη μείωση μπροστά στους γονείς σου! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • μειώσῃ — μειόω lessen aor subj mid 2nd sg μειόω lessen aor subj act 3rd sg μειόω lessen fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»