Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απασχολημένος

  • 1 занятый

    занятый 1) απασχολημένος я \занятыйт είμαι απασχολημένος вы \занятыйты? είστε απασχολημένος; 2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος это место \занятыйто αυτή η θέση είναι πιασμένη
    * * *

    я за́нят — είμαι απασχολημένος

    вы за́няты? — είστε απασχολημένος

    2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος

    э́то место за́нято — αυτή η θέση είναι πιασμένη

    Русско-греческий словарь > занятый

  • 2 занятой

    занятой απασχολημένος πολυάσχολος
    * * *
    απασχολημένος, πολυάσχολος

    Русско-греческий словарь > занятой

  • 3 озабоченный

    озабоченный απασχολημένος, γεμάτος φροντίδες
    * * *
    απασχολημένος, γεμάτος φροντίδες

    Русско-греческий словарь > озабоченный

  • 4 занятый

    за́нят||ый
    1. прич. от занять· все места \занятыйы ὅλες οἱ θέσεις εἶναι πιασμένες· на фабрике \занятыйо 700 рабочих στή φάμπρικα δουλεύουν 700 ἐργάτες· быть \занятыйым (только) собой ἀσχολούμαι (μόνο) μέ τόν ἐαυτό μου·
    2. прил ἀπασχολημένος:
    я о́чень занят εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος.

    Русско-новогреческий словарь > занятый

  • 5 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 6 занятый

    επ. από μτχ.
    απασχολημένος•

    он очень занят αυτός είναι πολύ απασχολημένος•

    я ничем не занят είμαι ελεύθερος, δεν απασχολούμαι, με τίποτε•

    у меня руки -ы έχω τα χέρια πιασμένα•

    все места -ы όλες οι, θέσεις είναι πιασμένες•

    на предприятии -о 600 рабочих στην επιχείρηση απασχολούνται 600 εργάτες.

    Большой русско-греческий словарь > занятый

  • 7 занятость

    за́нят||ость
    ж ἡ ἀπασχόληση [-ις]:
    из-за \занятостьости он редко бывает в театре ἐπειδή εἶναι πολύ ἀπασχολημένος σπάνια πηγαίνει στό θέατρο.

    Русско-новогреческий словарь > занятость

  • 8 занятой

    занятой
    прил πολυάσχολος, ἀπασχολημένος.

    Русско-новогреческий словарь > занятой

  • 9 настолько

    настолько
    нареч τόσο[ν], τοσούτον, σέ τέτιο βαθμό, σέ τέτιο σημείο:
    \настолько... насколько... τόσον... ὅσον...· \настолько что... τόσον ὡστε, ούτως ὡστε...· он \настолько занят делами что... εἶναι τόσο ἀπασχολημένος μέ τίς ὑποθέσεις πού...· я не \настолько глуп, чтобы... δέν εἶμαι τόσο κουτός γιά νά...

    Русско-новогреческий словарь > настолько

  • 10 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

  • 11 занятой

    [ζανγιατόϊ] επ. απασχολημένος

    Русско-греческий новый словарь > занятой

  • 12 занятой

    [ζανγιατόϊ] επ απασχολημένος

    Русско-эллинский словарь > занятой

  • 13 буквально

    επίρ.
    1. κατά γράμμα,κατά λέξη, πιστά•

    переводить буквально μεταφράζω πιστά.

    2. ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως•

    он буквально все дни занят αυτός όλες τις μέρες είναι τελείως απασχολημένος.

    Большой русско-греческий словарь > буквально

  • 14 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 15 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 16 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 17 недосужный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жяо(псхх.) απασχολημένος.

    Большой русско-греческий словарь > недосужный

  • 18 незанятый

    επ.
    1. ο μη κατειλημμένος άπιαστος• ελεύθερος, άδειος, κενός διαθέσιμος•

    -ое место ελεύθερη θέση.

    2. ο μη απασχολημένος αργός, αργόσχολος.
    3. της αργίας•

    -день μέρα σκόλης.

    Большой русско-греческий словарь > незанятый

  • 19 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

См. также в других словарях:

  • άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… …   Dictionary of Greek

  • αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… …   Dictionary of Greek

  • ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εμπερίστατος — η, ο (Μ ἐμπερίστατος, η, ον) αυτός που αντιμετωπίζει δυσκολίες ή ζει υπό δύσκολες συνθήκες νεοελλ. 1. εμπεριστατωμένος 2. αυτός που είναι πολύ απασχολημένος με σοβαρά θέματα …   Dictionary of Greek

  • επάσχολος — ἐπάσχολος, ον (Μ) απασχολημένος σε κάτι, καταγινόμενος με κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»