Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+είδηση

  • 41 новизна

    θ.
    νεωτερισμός, μοντερνισμός• το νέο (γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• -ы τα νέα (οι ειδήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > новизна

  • 42 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 43 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 44 ошеломительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; καταπληκτικός, εκπληκτικός συγκλονιστικός•

    -ое известие συγκλονιστική είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > ошеломительный

  • 45 передать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταδίνω•

    передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•

    передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.

    || εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•

    передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.

    μεταβιβάζω, μεταφέρω•

    передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.

    || στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•

    передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).

    2. ανακοινώνω•

    передать известие μεταδίνω την είδηση.

    || διαβιβάζω•

    -айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.

    || εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•

    правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.

    3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•

    передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•

    передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.

    || διαδίνω•

    передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.

    4. παραδίνω•

    передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.

    5. πληρώνω παραπάνω•

    передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.

    || παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.
    1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•

    ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;

    2. παραδίνομαι•

    неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.

    Большой русско-греческий словарь > передать

  • 46 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 47 подготовить

    ρ.σ.μ.
    1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω προγυμνάζω•

    подготовить материал для работы προετοιμάζω το υλικό για τη δουλειά•

    подготовить лекцию προετοιμάζω διάλεξη•

    подготовить наступление προετοιμάζω επίθεση•

    подготовить к экзаменам προετοιμάζω για τις εξετάσεις.

    2. προδιαθέτω•

    подготовить родных к горестному известию προετοιμάζω τους συγγενείς για θλιβερή είδηση.

    προετοιμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подготовить

  • 48 подтверждение

    ουδ.
    επιβεβαίωση, επικύρωση•

    в подтверждение моих слов σε επιβεβαίωση των όσων είπα•

    новость эта требует подтверждение αυτή η είδηση απαιτεί επιβεβαίωση ή πρέπει να επιβεβαιωθεί.

    Большой русско-греческий словарь > подтверждение

  • 49 полететь

    ρ.σ.
    1. πετώ•

    аист -ел ο πελαργός πέταξε•

    самолт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || ρίχνομαι, πετάγομαι, εκσφεντονίζομαι•

    камень -л в окно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο.

    2. πέφτω. || τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).
    3. μτφ. καταφτάνω.
    δ ιαδίδομαι•

    весть -ла по всей стране η είδηση πέταξε σ όλη τη χώρα.

    4. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    дни -ли быстро οι μέρες πέρασαν γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > полететь

  • 50 получить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•

    получить письмо λαβαίνω γράμμα•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•

    получить заказ παίρνω παραγγελία•

    получить награду παίρνω βραβείο.

    2. εξάγω, βγάζω•

    получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•

    получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

    3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•

    она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.

    4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•

    получить пользу ωφελούμαι•

    получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.

    || αποκτώ•

    получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    получить из-встность γίνομαι γνωστός.

    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•

    -лся ответ ελήφθη απάντηση•

    -лось известие ήρθε η είδηση.

    2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•

    ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что -лось? τι συνέβηκε;

    Большой русско-греческий словарь > получить

  • 51 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 52 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 53 пронестись

    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•

    -елась мысль πέρασε η σκέψη.

    2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•

    детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.

    3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    -сся слух διαδόθηκε η φήμη•

    -сся крик ακούστηκε κραυγή•

    -лась весть διαδόθηκε η είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > пронестись

  • 54 радостный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. χαρούμενος, εύχαρος• χαρωπός• της χαράς•

    крик χαρούμενη φωνή•

    -ое чувство αίσθημα χαράς•

    радостный день μέρα χαράς•

    очень радостный πολύ χαρούμενος, ολόχαρος.

    2. χαρμόσυνος, χαροποιός•

    -ое известие χαρμόσυνη είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > радостный

  • 55 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

  • 56 разволновать

    ρ.δ.μ., ανησυχώ πολύ, ταράσσω πολύ•

    эта весть -ла его η είδηση αυτή τον ανησύχησε πολύ.

    ανησυχώ πολύ, ταράσσομαι πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > разволновать

  • 57 разлететься

    ρ.σ.
    1. πετώ (σε διάφορες κατευθύνσεις)•

    птицы -ли τα πουλιά ηεταξ,αν.

    || σκορπίζωομαι•

    листья -лись τα φύλλα σκόρπισαν.

    2. φεύγω, αναχωρώ προς διάφορες κατευθύνσεις). || μτφ. διαδίδομαι γρήγορα•

    весть -лась η είδηση διαδόθηκε γρήγορα.

    3. συντρίβομαι, θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα πέφτοντας. || μτφ. σκορπίζω, διαλύομαι, χάνομαι•

    разлететься как дым διαλύομαι σαν καπνός•

    наде-зды -лись οι ελπίδες εξανεμίστηκαν (διαλύθηκαν, φυλλορρόησαν).

    4. παίρνω φόρα, επαυ-ξαίνω την ταχύτητα.
    5. (απλ.) τρέχω, πλησιάζω γρήγορα, πετάγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлететься

  • 58 разнести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. φέρω, κομίζω• διανέμω•

    разнести письма и газеты по квартирам διανέμω γράμματα και εφημερίδες στα διαμερίσματα.

    || δίνω, προσφέρω, κερνώ.
    2. καταχωρώ, καταγράφω.
    3. παρασύρω, σκορπίζω•

    ветер -с облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || (δια)χωρίζω.
    4. μτφ. μεταδίνω•

    разнести заразу μεταδίνω μόλυνση, μολύνω.

    5. μτφ. δια-δίνω, διασπείρω• κοινολογώ.
    6. κατασχίζω-κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω, σπάζω.
    7. μτφ. μαλώνω, κατσαδιάζω• βρίζω, εξυβρίζω.
    8. απρόσ. παχύνω, χοντραίνω, φουσκώνω.
    1. διαδίδομαι• πετώ (για φήμη, είδηση κ.τ.τ.).
    2. (για ήχο) ακούομαι, ηχώ.
    3. παίρνω μεγάλη φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > разнести

  • 59 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 60 сведение

    ουδ.
    1. πληροφορία, είδηση•

    по -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου•

    сведение получить важные сведение παίρνω σοβαρές πληροφορίες•

    достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες•

    сведение собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    статистические -я στατιστικά στοιχεία.

    2. πλθ. -я γνώσεις•

    элементарные -я по физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσικής.

    3. κατατόπιση, ενημέρωση•

    к вашему -ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση•

    сведение принять к -ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.

    ουδ.
    1. κατέβασμα, κατάβαση.
    2. μεταφορά με επιστροφή• οδήγηση• μεταφορά. || στροφή, καμπή, γύρισμα.
    3. αναμέρισμα, απομάκρυνση από κάτι.
    4. αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη.
    5. κοπή, κόψιμο.
    6. συνάντηση, γνωριμία.
    7. ένωση, σμίξη. || σύνδεση.
    8. λογαριασμός.
    9. περιορισμός, περιστολή.

    Большой русско-греческий словарь > сведение

См. также в других словарях:

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • είδηση — η 1. γνώση, εμπειρία: Δεν έχω είδηση από πυρηνική φυσική. 2. άγγελμα, πληροφορία, μήνυμα: Δεν έχουμε περισσότερες ειδήσεις για το ναυάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… …   Dictionary of Greek

  • Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»