Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+είδηση

  • 61 свежеиспечённый

    επ.
    1. φρεσκοψημένος.
    2. μτφ. πρόσφατος, φρέκος, τελευταίος•

    -ая новость φρέσκια είδηση.

    || μτφ. πρωτόβγαλτος, πρωτάρης.

    Большой русско-греческий словарь > свежеиспечённый

  • 62 сенсационный

    επ., βρ: -ционен, -ционна, -ционно
    αισθησιακός• εντυπωσιακός•

    -ые новости εντυπωσιακά νέα•

    -ое известие εντυπωσιακή είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > сенсационный

  • 63 слыхом

    επίρ.: слыхом не слыхать (не слыхивать не слыхано) απλ. α) ποτέ δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα, β) ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε φανιά, ούτε λαλιά (καμιά είδηση).

    Большой русско-греческий словарь > слыхом

  • 64 сообщение

    ουδ.
    1. ανακοίνωση•

    сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•

    сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.

    2. είδηση•

    последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.

    || έκθεση• εισήγηση.
    3. επικοινωνία•

    телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.

    || συγκοινωνία•

    пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•

    морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•

    речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•

    железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > сообщение

  • 65 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 66 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 67 успокоительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    καθησυχαστικός• καταπραϋντικός, κατευναστικός•

    -ое известие καθησυχαστική είδηση--ое лекарство καταπραϋντικό φάρμακο•

    успокоительный знэк рукой καθησυχαστικό νεύμα με το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > успокоительный

  • 68 утешительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    παρηγορητικός, παρήγορος• καθησυχαστικός•

    -ое известие παρηγορητική είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > утешительный

  • 69 эстафета

    θ.
    1. παλ. σκυτάλη, ειδικό ταχυδρομείο (συνήθως με• έφιππο). || είδηση, νέο.
    2. σκυταλοδρομία.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) η σκυτάλη•

    бег с -ой η σκυταλοδρομία•

    передать -у μεταδίνω τη σκυτάλη κ. μτφ. παραδίνω τη συνέχιση του έργου σε άλλους•

    принимать -у παίρνω τη σκυτάλη κ. μτφ. συνεχίζω το έργο.

    Большой русско-греческий словарь > эстафета

См. также в других словарях:

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • είδηση — η 1. γνώση, εμπειρία: Δεν έχω είδηση από πυρηνική φυσική. 2. άγγελμα, πληροφορία, μήνυμα: Δεν έχουμε περισσότερες ειδήσεις για το ναυάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… …   Dictionary of Greek

  • Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»