Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+διάταξη

  • 61 диспозиция

    θ.
    1. διάταξη, παράταξη των στρατευμάτων ή του στόλου.
    2. παλ. διαταγή μάχης ή πορείας.

    Большой русско-греческий словарь > диспозиция

  • 62 именной

    επ.
    ονομαστικός-- пригласительный билет ονομαστική έγγραφη πρόσκληση ή ονομαστικό προσκλητήριο•

    именной список ονομαστικός κατάλογος•

    -ое кольцо δαχτυλίδι ονοματισμένο.

    || (γραμμ.) ονοματικός, του ονόματος•

    -ое склонение η κλίση των ονομάτων•

    -ое сказуемое ονοματικό κατηγόρημα.

    εκφρ.
    именной указ – βασιλικό διάταγμα, κυβερνητική διάταξη υπογραμμένη από το βασιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > именной

  • 63 исчерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•

    исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•

    силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•

    исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•

    исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•

    исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.

    εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > исчерпать

  • 64 крыло

    -ά, πλθ. крылья
    -ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.
    1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•

    орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•

    крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•

    махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•

    крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•

    крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.

    2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.
    3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.
    4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).
    5. πτέρυγα οικοδομής.
    6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.
    εκφρ.
    - лья носа – τα πτερύγια της μύτης•
    опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•
    подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•
    расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > крыло

  • 65 мателот

    α.
    πλοίο γειτονικό στη διάταξη.

    Большой русско-греческий словарь > мателот

  • 66 напластование

    ουδ.
    1. στρώση, διάταξη, στοίβαξη κατά στρώματα.
    2. βλ. наслоение (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > напластование

  • 67 переставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. μεταθέτω, τοποθετώ αλλού μετακινώ μετατοπίζω•

    -стол к окну βάζω το τραπέζι κοντά στο παράθυρο.

    2. αλλάζω θέση (διάταξη)•

    переставить слова в предложении αλλάζω τη θέση των λέξεων στην πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > переставить

  • 68 повестка

    θ.
    1. ειδοποίησηειδοποιητήριο• κλήση πρόσκληση•

    повестка в суд ή судебная -δικαστική κλήση.

    2. η ημερήσια διάταξη.
    3. σάλπισμα, σινιάλο.
    εκφρ.
    повестка дняβλ. 2 σημ. на -е дня ή на -у дня στη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > повестка

  • 69 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 70 положение

    ουδ.
    1. θέση•

    географическое положение η γεωγραφική θέση•

    положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.

    || διάταξη•

    положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.

    || στάση•

    заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•

    положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.

    || κατάταξη•

    его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.

    || πόζα.
    2. κατάσταση• περίσταση•

    положение дел η κατάσταση πραγμάτων•

    находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•

    перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•

    безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•

    сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•

    се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•

    международное положение η διεθνής κατάσταση•

    осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•

    чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•

    безвыходное, положение το αδιέξοδο.

    3. κανονισμός• κώδικας•

    положение о выборах ο κώδικας εκλογών.

    4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•

    -я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.

    εκφρ.
    хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•
    в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα).

    Большой русско-греческий словарь > положение

  • 71 постановление

    ουδ.
    1. απόφαση (κολλεχτιβίστικη)•

    постановление общего собрания απόφαση γενικής συνέλευσης•

    вынести постановление βγάζω απόφαση.

    2. διάταξη, διαταγή•

    постановление совета министров απόφαση του υπουργικού συμβουλίου.

    Большой русско-греческий словарь > постановление

  • 72 разведать

    ρ.σ.μ.
    1. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες, μαθαίνω.
    2. ανιχνεύω, εξιχνιάζω• κάνω αναγνώριση• εξερευνώ•

    разведать залежи полезных ископаемых εξερευνώ κοιτάσματα ορυκτών•

    разведать расположение огневых точек врага εξακριβώνω (προσδιορίζω ακριβώς) τη διάταξη των πυρών του εχθρού.

    Большой русско-греческий словарь > разведать

  • 73 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 74 разверстать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврстанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. κατανέμω, διανέμω, διαμοιράζω.
    2. σελιδοποιώ• κάνω διάταξη της ύλης.

    Большой русско-греческий словарь > разверстать

  • 75 размещение

    ουδ.
    1. τοποθέτηση, βάλσιμο • τακτοποίηση. || στρατωνισμός, τακτοποίηση σε καταλύματα.
    2. διάταξη, κατανομή• καθορισμός.
    3. τοποθέτησης•

    размещение капитала τοποθέτηση κεφαλαίου.

    Большой русско-греческий словарь > размещение

  • 76 распорядок

    -дка α. διάταξη• καθεστώς• τάξη, σειρά•

    правила внутренного -дка εσωτερικός κανονισμός ή το εσωτερικό καθεστώς•

    распорядок дня το πρόγραμμα της μέρας.

    Большой русско-греческий словарь > распорядок

  • 77 распоряжение

    ουδ.
    1. διαταγή• διάταξη• εντολή•

    правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•

    отдать распоряжение δίνω διαταγή•

    получить παίρνω διαταγή•

    распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•

    по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.

    2. διαχείριση, κουμάντο•

    распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•

    передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.

    εκφρ.
    в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•
    инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•
    иметь в -и – έχω στη διάθεση•
    находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή.

    Большой русско-греческий словарь > распоряжение

  • 78 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

  • 79 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

  • 80 рояль

    α.
    κλειδοκύμβαλο, πιάνο (με οριζόντια διάταξη των χορδών), με ουρά.

    Большой русско-греческий словарь > рояль

См. также в других словарях:

  • διάταξη — η 1. διευθέτηση, τακτοποίηση: Η διάταξη των γραφείων στον όροφο άφηνε μεγάλο διάδρομο μεταξύ τους. 2. παράταξη στρατεύματος: Στην παρέλαση ο στρατός εμφανίζεται σε διάταξη πορείας. 3. διάταγμα κάποιας αρχής: Οι συγκεντρώσεις απαγορεύθηκαν με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν …   Dictionary of Greek

  • διατάξη — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξῃ — διατάξηι , διάταξις disposition fem dat sg (epic) διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω appoint fut ind mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρόμετρο — Διάταξη με την οποία μετριέται η σχετική και η απόλυτη υγρασία του αέρα. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός, ότι υπό την αυτή θερμοκρασία το νερό εξατμίζεται με ταχύτητα που εξαρτάται από την υγρομετρική κατάσταση του αέρα με τον οποίο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας …   Dictionary of Greek

  • δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρογεννήτρια — Διάταξη που χρησιμοποιείται για τον μετασχηματισμό οποιασδήποτε μορφής ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κλπ.) σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι η. ονομάζονται και ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, αλλά με την ευρύτερη έννοια ο όρος η. περιλαμβάνει τις… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδόχος — Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»