-
101 лясы
στην έκφραση: лясы точить αερολογώ, αεροκοπανώ, φλυαρώ. -
102 малоупотребительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноδύσχρηστος, σπάνια χρησιμοποιούμενος•малоупотребительный термин δύσχρηστος όρος•
-ое выражение δύσχρηστη έκφραση.
-
103 матушка
-и θ.1. παλ. μητέρα.2. παλ. (προσονομασία σε ηλικιωμένη γυναίκα) μητερούλα.3. πρεσβυτέρα, ιερωμένη.по -е (ругать) βρίζω (βλαστημώ) τη μάνα κάποιου•-и (мои); -и светы (επιφ.)
βλ. έκφραση στη λ. батюшка. -
104 матушкин
-а, -оεπ.μητρικός, της μάνας•матушкин дом το σπίτι της μάνας.
εκφρ.матушкин сынок – βλ. έκφραση στη λ. маменькин. -
105 ме
στην έκφραση: ни бе ни ме; ни бе ни ме не знает ή не понимаетβλ. бе. -
106 метафорический
επ.μεταφορικός•-ое выражение μεταφορική έκφραση.
|| γεμάτος μεταφορές. -
107 наложенный
παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. наложить; στην έκφραση: -ым платежом με αντικαταβολή. -
108 недоуменный
επ.αμήχανος, απόρων•недоуменный вопрос ερώτημα απορίας•
-ое выражение лица προσωπική έκφραση αμηχανίας•
недоуменный взгляд ματιά αμηχαν ίας.
-
109 неописуемый
επ., βρ: -суем, -а, -оαπερίγραπτος• ανέκφραστος, ανεκδιήγητος, ανείπωτος•-ое выражение глаз απερίγραπτη έκφραση των ματιών•
-ая радость απερίγραπτη χαρά.
-
110 неточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. μη ακριβής•неточный подсчёт μη ακριβής υπολογισμός.
2. ανακριβής, εσφαλμένος, λαθεμένος•-ое выражение εσφαλμένη έκφραση.
-
111 неудобь
επίρ. неудобь сказуемый παλ. που δε λέγεται (απρεπής έκφραση, λέξη). -
112 обессудить
-ужу, -удишьρ.σ. (παλ. κ. απλ.) στην έκφραση: не -удь(те) μη με παρεξηγείς, -είτε•не -удьте на угощении μη με παρεξηγείτε για το (φτωχό) κέρασμα.
-
113 обмолвиться
-влюсь, -вишьсяρ.σ.1. κάνω λεκτικό λάθος.2. αστοχώ στην έκφραση, ολισθαίνει η γλώσσα μου.εκφρ.не обмолвиться словом – δε βγάζω τσιμουδιά (κρατώ απόλυτα μυστικό). -
114 объявление
-я ουδ.1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση• δήλωση. || έκφραση. || φανέρωση, αποκάλυψη ένδειξη.2. (αν)αγγελια.3. κήρυξη•-войны κήρυξη πολέμου.
|| προκήρυξη•объявление конкурса προκήρυξη διαγωνισμού.
|| διακήρυξη, διαγόρευση. -
115 одолжение
-я ουδ.1. δανεισμός, δάνεισμα. || τα δανεικά χρήματα.2. υποχρέωση• καλοσύνη εκδούλευση, εξυπηρέτηση.εκφρ.сделайте одолжение – α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση). -
116 окрасить
-йшу, -асишь, παθ. μτχ! παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάφω χρωματίζω, μπογιατίζω•окрасить ткань βάφω ύφασμα•
окрасить дверь χρωματίζω την πόρτα•
окрасить в жлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα.
|| για ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω.2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθίζω.1. βάφομαι χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι.2. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος. -
117 отборный
επ.1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεχτός•отборный отряд επίλεκτο τμήμα•
отборный товар εκλεκτό εμπόρευμα.
|| κομψός, χαριτωμένος•-ое выражение ωραία έκφραση.
2. απρεπής,άσεμνος•-ые слова άσχημα λόγια, παλιόλογα.
-
118 оторвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•оторвать нитку κόβω την κλωστή•
оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.
|| κόβω, αποκόπτω•снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•
машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.3. χωρίζω•оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.
|| μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.
εκφρ.оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•
оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.
3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.
εκφρ.сердце -лось; -лось в сердце (в груди) – βλ. έκφραση στη λ. оборваться. -
119 поговорочный
επ.γνωμικός, αποφθεγγματι-κός, ρητός•-ое выражение αποφθεγγματική έκφραση (ρητό).
-
120 подкосить
ρ.σ.μ.1. θερίζω, κοσίζω, χορτο-κοπώ.2. μτφ. ρίχνω κάτω. || κάμπτω, λυγίζω (τα γόνατα, τα πόδια).3. θερίζω, κοσίζω (ακόμα λίγο, επί πλέον).στην έκφραση: ноги -липь μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
ἐκφράσῃ — ἐκφράσηι , ἔκφρασις description fem dat sg (epic) ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over fut ind mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… … Dictionary of Greek
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek