-
61 горчинка
-и θ.στην έκφραση: с -ой (απλ.) με πικρούτσικη γεύση, πικροφέρει. -
62 двусмысленность
-и θ.διφορούμενη έννοια, διφορούμενο νόημα. || αμφιλογία, διφορούμενη λέξη ή έκφραση, κεντιά, πάρθιο βέλος. -
63 дрогнуть
дрогнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ.дрог, -ла, -лоρ.δ.παγώνω, τρέμω από το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω.дрогнуть 2-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -нул, -ла, -ло ρ.σ.1. σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (από ζωηρό αίσθημα). || τρεμοσβήνω. || αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου).2. διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω. -
64 дурий
-ья, -ье, επ. στην έκφραση: -ья голова ή башка κουτούλιακας, βλάκας. -
65 дыбки
στην έκφραση: встать на дыбки σηκώνομαι οτα πόδια (για μικρό παιδάκι). -
66 дыбы
στην έκφραση: на дыбы (встать, подняться κ.τ.τ.)• α) σηκώνομαι στα πισινά πόδια, β) κάθετα, γ) μτφ. αντιτίθεμοα, ξεσηκώνομαι ενάντια, διαμαρτύρομαι• προβάλλω το εγώ μου. -
67 едун
-а α.στην έκφραση: едун напал (απλ.) μας ήρθε λιμασμένος, πειναλέος. -
68 елейный
επ.γαλίφίκος, γλυκύθυμος• κολακευτικός•-ое выражение лица γαλίφικη έκφραση του ποοσώπου•
-ые речи μελιστάλαχτοι λόγοι..
-
69 жавелев
-а, -оστην έκφραση: -а вода νερό του Ζαβέλ (διάλυμα υποχλωριώδους καλίου). -
70 жалостный
επ., βρ: -тен, тна, -тно.1. λυπητερός, θλιβερός•жалостный стон θλιβερός στεναγμός•
-ое выражение лица θλιμμένη έκφραση του προσώπου.
2. θλιμμένος, παραπονιάρικος• συγκινητικός•-ая песня θλιμμένο τραγούδι.
-
71 жаргонный
επ.αργκοτινός•-ое выражение αργκοτινή έκφραση.
-
72 железоуглеродный
επ.στην έκφραση: -ые сплавы ατσάλι και χυτοσίδηρος (μαντέμι). -
73 завидки
πλθ. στην έκφραση: завидки берут (απλ.) ζηλεύω. -
74 зазрение
-я ουδ.στην έκφραση: без -я αδιάντροπα, ξεδιάντροπα, αναίσχυντα, χωρίς τύψη της συνείδησης. -
75 зазрить
-итρ.σ. στην έκφραση: совесть -ит ή -ла η συνείδηση θα τύφει, ή έτυψε. -
76 замать
-аю, -аешь, προστκ. замайρ.σ.μ.παλ. στην έκφραση: не замай(те) μην εγγύζεις, -ετε, μη θύγεις, -ετε. -
77 замолвить
-влю, -вишьρ.σ.μ. στην έκφραση: замолвить слово λέγω ένα καλό λόγο σε κάποιον για καλό κάποιου•- и у него (ή перед ним) за меня словечко πές του κανένα καλό λόγο για μένα.
-
78 заработный
επ.στην έκφραση: -ая плата ο μισθός οι αποδοχές, η απολαβή. -
79 заупокой
επίρ.στην έκφραση:α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα. -
80 заявление
-я ουδ.1. δήλωση επίσημη. || εκδήλωση, έκφραση.2. αίτηση, παράκληση• πο•заявление дать заявление δίνω αίτηση.
См. также в других словарях:
έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
ἐκφράσῃ — ἐκφράσηι , ἔκφρασις description fem dat sg (epic) ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over fut ind mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… … Dictionary of Greek
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek