Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+έκφραση

  • 41 выражение

    [βυραζένιιε] ουσ. ο. έκφραση

    Русско-греческий новый словарь > выражение

  • 42 невыразительный

    [νιβυραζίτιλ'νυϊ] εκ. χωρίς έκφραση

    Русско-греческий новый словарь > невыразительный

  • 43 экспрессия

    [εκσπριέσσιγια] ουσ. θ. έκφραση

    Русско-греческий новый словарь > экспрессия

  • 44 вид

    [βίτ] ουσ α όψη, εμφάνιση, ύφος, έκφραση

    Русско-эллинский словарь > вид

  • 45 выражение

    [βυραζένιιε] ουσ ο έκφραση

    Русско-эллинский словарь > выражение

  • 46 невыразительный

    [νιβυραζίτιλ'νυϊ] επ χωρίς έκφραση

    Русско-эллинский словарь > невыразительный

  • 47 экспрессия

    [εκσπριέσσιγια] ουσ θ έκφραση

    Русско-эллинский словарь > экспрессия

  • 48 антоновский

    επ.
    στην έκφραση: -ие яблоки
    βλ. антоновка.

    Большой русско-греческий словарь > антоновский

  • 49 арготизм

    α.
    αργκοτισμός• έκφραση αργκότική.

    Большой русско-греческий словарь > арготизм

  • 50 афористичность

    θ.
    αποφθεγματικότητα ή αποφθεγματική έκφραση.

    Большой русско-греческий словарь > афористичность

  • 51 баклуши

    στην έκφραση: бить баклуши σκοτώνω μύγες (χασομερώ, τεμπελχανιάζω).

    Большой русско-греческий словарь > баклуши

  • 52 балясы

    πλθ.
    στην έκφραση;•

    балясы точить (ή разводить)

    απλ.
    βλ. балясничать.

    Большой русско-греческий словарь > балясы

  • 53 бельмес

    α.
    (απλ.) στην έκφραση,: не -а не знать ή не понимать δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω γρυ, δεν σκαμπάζω καθόλου, τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > бельмес

  • 54 благодушный

    επ. βρ: -шен, -шна, -шно
    καλόψυχος, αγαθός, άκακος, αθώος•

    -ое выражение лица αγαθή έκφραση του προσώπου•

    -ая улыбка αθώο χαμόγελο.

    Большой русско-греческий словарь > благодушный

  • 55 бытность

    θ.
    στην έκφραση: в бытность στη διαμονή, στην παραμονή•

    в бытность его на юге κατά την παραμονή του στο νότο (νότια μέρη).

    Большой русско-греческий словарь > бытность

  • 56 валом

    επίρ.
    στην έκφραση: валом валить α)κινούμαι κατά μάζες, β) ρίχνω όπως λάχει, όπως τύχει•

    вали, после разбирем ρίξε όπως-όπως, μετά βλέπουμε (και κάνουμε).

    Большой русско-греческий словарь > валом

  • 57 взгадать

    ρ.σ. στην έκφραση: ни думать,ни, ни пером описать ούτε να το στοχαστώ, ούτε να το μαντέψω, ούτε να το περιγράψω (για κάτι πανέμορφο).

    Большой русско-греческий словарь > взгадать

  • 58 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 59 выбор

    α.
    1. εκλογή• διάλεγμα•

    выбор профессии εκλογή επαγγέλματος•

    выбор пал на него η εκλογή έπεσε σ’ αυτόν•

    у меня нет другого -а για μένα δεν υπάρχει άλλη εκλογή, άλλος δρόμος.

    2. συλλογή, εκλογή κατά προτίμηση•

    большой выбор товаров μεγάλη συλλογή εμπορευμάτων, παντοειδή εμπορεύματα.

    3. πλθ. -ы εκλογές• αρχαιρεσίες•

    парламентские -ы βουλευτικές εκλογές.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς εκλογή•
    на выбор – κατ’ εκλογή, κατ’ αρέσκεια•
    по -уβλ. προηγούμενη έκφραση.

    Большой русско-греческий словарь > выбор

  • 60 высказывание

    ουδ.
    1. έκφραση.
    2. γνώμη, κρίση, απόφανση.

    Большой русско-греческий словарь > высказывание

См. также в других словарях:

  • έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐκφράσῃ — ἐκφράσηι , ἔκφρασις description fem dat sg (epic) ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over fut ind mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»