-
1 ηλεκτρικός
η, ό[ν] 1. электрический;ηλεκτρικό ρεύμα — электрический ток;
ηλεκτρική τάση — напряжение тока, электронапряжёние;
ηλεκτρικό στοιχείο — или ηλεκτρικ συσσωρευτής — электрическая батарея;
ηλεκτρικός σταθμός — или ηλεκτρικό εργοστάσιο — электростанция;
ηλεκτρική (μ)πρίζα — штепсель, розетка;
2. (ο) метро (в Афинах) -
2 αγωγιμότητα
[-ης (-ητος)] η физ. проводимость;αγωγιμότητα ηλεκτρική — электропроводность;
αγωγιμότητα θερμική — теплопроводность
-
3 αμαξοστοιχία
η поезд, железнодорожный состав;ηλεκτρική αμαξοστοιχία — электропоезд; — электричка (разг);
αμαξοστοιχία επιβατική (εμπορική) — пассажирский (товарный) поезд;
αμαξοστοιχία ταχεία — скорый поезд; — экспресс
-
4 ανάφλεξη
[-ις (-εως)] η1) зажигание, поджигание; 2) воспламенение; вспышка;τό σημείο ανάφλεξης — точка воспламенения;
3) тех зажигание;ηλεκτρική ανάφλεξη — электрозажигание
-
5 εκκένωση
-
6 κάμινος
η тех печь; горн; домна;ηλεκτρική κάμινος — электропечь;
μεταλλευτική κάμινος — или κάμινος χωνευτηρίου — плавильная печь
-
7 κουζίνα
η1) кухня; 2) кухня (подбор кушаний);ελληνική κουζίνα — греческая кухня;
3) плита;κουζίνα φωταερίου — газовая плита;
ηλεκτρική κουζίνα — электрическая плита
-
8 λάμπα
η лампа, лампочка;ηλεκτρική (ηλεκτρονική, πετρελαίου) λάμπα — электрическая (электронная, керосиновая) лампа;
επιτραπέζια λάμπα — настольная лампа;
τό γυαλί της λάμπας — ламповое стекло
-
9 λυχνία
η лампа;ηλεκτρική λυχνία — электрическая лампа
-
10 μεταφορά
η1) транспортировка; перевозка; переноска; доставка;μέσα μεταφορών — транспорт, средства передвижения, перевозки;
έξοδα μεταφορας — транспортные расходы;
2) ирон. распространение, передача (новостей, сплетен);3) тех передача;ηλεκτρική γραμμή μεταφορας — линия электропередачи;
4) перенесение, перенос (слога и т. п.);5) перевод (на другой язык); 6) лит. метафора;ομιλεί διά μεταφορών — он говорит мета- форами;
7) бухг, транспорт;εις μεταφοράν — сделать транспорт;
8) муз. транспонировка, транспонирование -
11 σκούπα
η1) метла; веник;ηλεκτρική σκούπα — пылесос;
2) бот. сорго;§ τούψαλα όσα σέρνει η σκούπα — я его обругал последними словами
-
12 στήλη
η1) столб; колонна; 2) перен. столб (воды, воздуха, дыма и т. п.); 3) куча, груда; штабель; стопка, кипа, пачка;στήλη βιβλίων — стопка книг;
στήλη άλατος — куча соли;
4) столбец, столбик (в книге);δημοσιεύω στίς στήλες μου публиковать на своих страницах;πιάνω μιά στήλη — занимать один столбец;
§ σπονδυλική στήλη — позвоночник, позвоночный столб;
επιτύμβια στήλη — надгробная доска, эпитафия;
αναμνηστική στήλη — мемориальная доска;
ηλεκτρική στήλη — электрическая батарея
-
13 χωνευτός
η, ό[ν]1) плавкий; 2) литой; 3) вмонтированный;χωνευτή ηλεκτρική εγκατάσταση — вмонтированная электроустановка
См. также в других словарях:
ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα … Dictionary of Greek
ηλεκτρική μετατόπιση — Αν ένα ηλεκτρικό πεδίο έχει στο κενό ένταση και ένα διηλεκτρικό τοποθετηθεί μέσα στο πεδίο, τότε μέσα στο υλικό έχουμε δύο ειδών φορτία. Από τη μία υπάρχει η πυκνότητα φορτίων στο εσωτερικό και στην επιφάνεια εξαιτίας της πόλωσης που καλούνται… … Dictionary of Greek
εκκένωση, ηλεκτρική — Βλ. λ. εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική … Dictionary of Greek
εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… … Dictionary of Greek
ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… … Dictionary of Greek
εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι … Dictionary of Greek