-
1 ζωικος
-
2 ζωϊκός
-
3 ζωικός
[зоикос] εκ. жизненный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωικός
-
4 ζωικός
[зоикос] επ жизненный. -
5 κόσμος
ο1) космос, вселенная; 2) мир, свет;στα πέρατα ( — или στην άκρη) τού κόσμου — на краю света;
γύρισα όλον τον κόσμο — я объехал весь свет;
σ' όλο τον κόσμο — во всём мире;
3) мир, общество; народ, люди;ο επιστημονικός κόσμος — учёный мир, научная общественность;
όλος ο κόσμος το ξέρει — всему миру (или свету) известно;
ο
κόσμος λέει — люди говорят;πολύς κόσμος — много народу;
βγαίνω στον κόσμο — появляться на людях;
4) мир, сфера;ζωικός κόσμος — животный мир;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ Νέος κόσμος — Новый Свет (об Америке);
Παλαιός κόσμος — Старый Свет (об Европе);
ο καλός κόσμος — высшее общество;
τα μέρη τού κόσμου — части света;
ο κάτω κόσμ — подземное царство, преисподняя;
ο πάνω κόσμος — земная жизнь (в противоп. преисподней);
τα καλά τού κόσμου — все земные блага;
έρχομαι στον κόσμο — рождаться;
φέρνω στον κόσμο — рождать;
δεν χάθηκε ο κόσμος — или δεν χάλασε ο κόσμος — а) не беда, это неважно, не стоит беспокоиться; — б) это не бог весть что; — свет не клином сошёлся;
μετέστη εις τον άλλον κόσμον — он переселился в иной мир, он умер;
στέλνω στον άλλο κόσμο — отправить на тот свет;
χαλώ τον κόσμο — или σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги, переполошить всех;
εφαγα τον κόσμο να σε βρώ — я тебя разыскивал повсюду;
γιά τα μάτια τού κόσμου — для отвода глаз;
μπροστά στον κόσμο — на людях;
μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου — а) при всём народе;
б) перед лицом всего мира;σφαίρα είναι κόσμος και γυρίζει — погов, колесо фортуны переменчиво
-
6 μαγνητισμός
См. также в других словарях:
ζωικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικός — (I) ή, ό (AM ζωικός, ή, όν) [ζώον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο») νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα 2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων β) «ζωική κόλλα»… … Dictionary of Greek
ζωικός — ή, ό 1. ό,τι έχει σχέση με τη ζωή: Ζωική δύναμη. 2. ό,τι αναφέρεται στα ζώα: Ζωικό βασίλειο. 3. ό,τι προέρχεται από τα ζώα: Ζωικά λίπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός, ζωικός — Θεραπευτική μέθοδος η οποία –σύμφωνα με τους υποστηρικτές της– βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα ρευστό που προέρχεται από τα σώματα και τους οργανισμούς, ικανό να επιφέρει έως και θεραπευτική μεταβολή στα όργανα που επιδρά. Η θεωρία αυτή… … Dictionary of Greek
ζωικά — ζωικός of neut nom/voc/acc pl ζωικά̱ , ζωικός of fem nom/voc/acc dual ζωικά̱ , ζωικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικῶν — ζωικός of fem gen pl ζωικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικόν — ζωικός of masc acc sg ζωικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικαί — ζωικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικοῖς — ζωικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικοῦ — ζωικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)