Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζωμός

См. также в других словарях:

  • ζωμός — soup masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζωμός — ο 1. εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών, που προέρχεται από βρασμό με νερό, το ζουμί. 2. «μέλας ζωμός», η κυριότερη τροφή στα συσσίτια των αρχαίων Σπαρτιατών, η οποία γινόταν από χοιρινό κρέας που βραζόταν μέσα σε αίμα, όπου έριχναν αλάτι και ξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν …   Dictionary of Greek

  • ζωμοῖς — ζωμός soup masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμοῖσι — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμοῖσιν — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμοί — ζωμός soup masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμοῦ — ζωμός soup masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμούς — ζωμός soup masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμῶν — ζωμός soup masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»