-
1 бульон
-
2 отвар
-а α.ζωμός (βραστός)•мясной отвар ο ζωμός κρέατος•
рисовый отвар ζωμός ριζιού.
|| αφέψημα•пить отвар ромишки πίνω χαμόμηλο.
-
3 отвар
отва́рм ὁ ζωμός, τό ζουμί / τό ἀφέψημα (лечебный):рисовый \отвар ὁ ζωμός τοῦ ρι-ζιοῦ· липовый \отвар τό φασκόμηλο, τό τίλ-λιο. -
4 навар
-а α.ζωμός, κονσομέ•грибной ζωμός από βραστά μανιτάρια.
|| λίπος επιφανειακό (κατά τη βράση). -
5 бульон
бульонм τό κρεατόζουμο, τό ζουμί, ὁ ζωμός. -
6 бурда
бурда́ж разг τό νεροζοῦμι, τό νερό-πλυμα, ὁ ἄνοστος ζωμός. -
7 куриный
кури́н||ыйприл ἀλεκτοροειδής, ὁρνιθοειδής, κοτ(τ)ήσιος:\куриныйое яйцо τό αὐγό τής κότ(τ)ας· \куриный бульон ζωμός κότ(τ)ας, ἡ ὀρνιθόσουπα· ◊ \куриныйая слепота а) (болезнь) ἡ ήμεραλωπία, б) (растение) τό βατράχιο, ἡ νεραγκούλα, τό ἀγριοσέλινο. -
8 мясной
мясн||о́йприл μέ κρέας, ἀπό κρέας:\мяснойой суп ἡ κρεατόσουπα· \мяснойо́й бульон ὁ ζωμός κρέατος· \мяснойая лавка τό χασάπικο, τό κρεοπωλεῖο[ν]. -
9 наваристый
навар||истыйприл (ταχύς, δυνατός:\наваристыйистый бульон ὁ παχύς ζωμός. -
10 рисовый
ри́сов||ыйприл τοῦ ρυζιοδ:\рисовыйяя каша ὁ λαπδς ἀπό ρύζι· \рисовый суп ἡ ρυζόσουπα· \рисовый отвар ὁ ζωμός τοῦ ρυζιοδ. -
11 отвар
[ατβάρ] οοσ. α ζωμός -
12 отвар
[ατβάρ] ουσ α ζωμός -
13 бульон
-а α.ζωμός κρέατος ή λάχανων, το βραστό. -
14 варево
-а ουδ.(απλ.) ζωμός, ζουμί, νεροζούμι, υδαρή τροφή. -
15 взвар
-а (-у) α.(διαλκ.) βραστός ζωμός (φρούτων, φύλλων, χόρτων κλπ.).κομπόστα. -
16 консоме
ουδ. άκλ. τονωτικός ζωμός κρέατος. -
17 наваристый
επ., βρ: -рист, -а, -оπηχτός•наваристый суп πηχτή σούπα•
наваристый бульон πηχτός ζωμός.
-
18 рисовый
επ.του ρυζιού•-ое поле ρυζοχώ-ραφο•
-ая солома ρυζάχυρο.
|| από ρύζι, με ρύζι•рисовый отвар ζωμός ρυζιού•
рисовый суп ρυζόσου-πα•
-ые котлеты ρυζοκεφτέδες.
εκφρ.- ая бумага – χαρτί από ρυζάχυρα. -
19 уварить
уварю, уваришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.βράζω εντελώς, καλοβράζω• βράζω για να εξατμιστεί ένα μέρος•уварить щи βράζω παραπάνω τη λαχανόσουπα (για να λιγοστέψει ο ζωμός)•
сироп βράζω ακόμα το σιρόπι (για να πήξει).
-
20 урюковый
επ.του βερίκοκου, των βερίκοκων, από βερίκοκα•урюковый компот κομπόστα από βερίκοκα•
урюковый отвар ζωμός από βρασμένα βερίκοκα.
См. также в других словарях:
ζωμός — soup masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ζωμός — ο 1. εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών, που προέρχεται από βρασμό με νερό, το ζουμί. 2. «μέλας ζωμός», η κυριότερη τροφή στα συσσίτια των αρχαίων Σπαρτιατών, η οποία γινόταν από χοιρινό κρέας που βραζόταν μέσα σε αίμα, όπου έριχναν αλάτι και ξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
ζωμοῖς — ζωμός soup masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῖσι — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῖσιν — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοί — ζωμός soup masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῦ — ζωμός soup masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμούς — ζωμός soup masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμῶν — ζωμός soup masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)