-
1 ατακτως
1) в беспорядке, беспорядочной толпой(προσπίπτειν τινί Thuc.)
2) беспорядочно, беспутно(ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.)
-
2 ευτακτως
1) в строгом или установленном порядке(βαδίζειν Arph.; ἐκπλῆσαι τὸν τοῦ βίου χρόνον Plut.)
τὸ παραγγελλόμενον εὐ. ποιεῖν Xen. — точно выполнить приказание2) сдержанно, умеренно(πολιτεύεσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
τακτῶς — τακτός ordered adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… … Dictionary of Greek