Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐ-τελής

См. также в других словарях:

  • Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …   Dictionary of Greek

  • τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»