-
1 εἴτε
εἴτε s. εἰ 6o. -
2 εἴτε
εἴτε – εἴτε, entweder – oder, sive – sive, sei es daß – oder daß, das Gleichmögliche od. Gleichbedeutende ausdrückend, Hom. u. Folgde; εἴτ' οὖν – εἴτε καί, mag nun – oder auch, Aesch. Ag. 817; εἴτ' οὖν – εἴτ' οὖν, Ch. 672, wie Plat. Apol. 34 e; εἴτε – εἴτ' ἄρ' οὖν, Soph. Phil. 345; εἴτ' οὖν δικαίως εἴτε μή, El. 550; vgl. Plat. Legg. VII, 808 a; εἴτε – εἴτε αὖ, Phil. 34 b; εἴτε καὶ – εἴτε καί, Rep. V, 471 b. – Bei den Tragg. fehlt zuweilen das erste εἴτε, z. B. σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν ϑέλεις ὅμοιον Aesch. Ag. 1403, vgl. Ch. 988; πεπονϑέναι λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν Soph. O. R. 516. Auch in Prosa, πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες Plat. Legg. IX, 864 a, u. häufiger so εἴτε καί, oder auch, z. B. κατ' ἐμαυτὸν εἴτε καὶ πρὸς ἕτερον Soph. 217 b, vgl. 224 e Tim. 56 d. Es entsprechen sich auch εἰ – εἴτε, z. B. εἰ δικαίως εἴτε μή, κρῖνον Aesch. Eum. 446. 582; Soph. O. R. 92; Xen. An. 6, 4, 20; εἴτε – ἤ, Eur. El. 901; Plat. Phaedr. 277 d; ἢ – εἴτε, Eur. Alc. 112. – In der indirekten Frage: ob – oderob, οὐ γάρ τις δύναται σάφα εἰπέμεν εἴϑ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου δάμη – εἴτε καὶ ἐν πελάγει, Od. 3, 90; ἄγνοια ἦν, εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος Thuc. 3, 111; ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται 2, 4, u. sonst in Prosa u. bei Tragg., vgl. Soph. Ant. 38; Plat. Men. 71 a; εἴτε διδακτὸν εἴτε οὐ διδακτόν 86 d; vgl. Eur. Cycl. 427; σκεψώμεϑα, εἴτε ἄρα ἐν ᾅδου εἰσὶν αἱ ψυχαὶ – εἴτε καὶ οὔ Plat. Phaed. 70 c; μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του, εἴτε μή Lys. 204 b; Men. 87 a; σκοπεῖσϑε εἴτ' ὀρϑῶς λογίζομαι, εἴτε καὶ μή Dem. 15, 11; auch εἴτε – ἤ, Plat. Legg. XI, 938 b; γνώμεναι, εἴτε ψεῠδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί Il. 2, 350; εἰ – εἴτε, Her. 3, 35; εἰ δ' ἔτ' ἐστὶν ἔμψυχος γυνή, εἴτ' οὖν ὄλωλεν Eur. Alc. 140; εἰ μὲν ἀνδρῶν προςδεῖ ἡμῖν –, εἴτε καὶ μή, αὖϑις συμβουλευσόμεϑα Xen. Cyr. 2, 1, 7; im zweiten Gliede einer Doppelfrage allein, ποῠ γῆς; πατρῴας εἴτε βαρβάρου λέγε Soph. Tr. 236. Vgl. ὁπότερος.
-
3 εἴτε
A sive..sive.., either..or.., whether..or.., so that two cases are put as equally possible or equivalent ; thrice repeated, S.El. 606 ;εἴτ' οὖν.., εἴτε.. Id.OT 1049
;εἴτ' οὖν.., εἴτε καί.. A.Ag. 843
;εἴτ' οὖν.., εἴτ' οὖν.. Id.Ch. 683
;εἴτε.., εἴτ' ἄρ' οὖν.. S.Ph. 345
;εἴτε.., εἴτ' αὖ.. Pl. Phlb. 34b
;εἴτε καί.., εἴτε καί.. Id.R. 471d
: with Substantives,τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἢ εὐστάθειαν Plu.2.1089d
: the first εἴτε is sts. omitted in Poets,ξεῖνος, αἴτ' ὦν ἀστός Pi.P.4.78
;αἰνεῖν, εἴτε με ψέγειν θέλεις A.Ag. 1403
;μύραινά γ', εἴτ' ἔχιδν' ἔφυ Id.Ch. 1002
;λόγοισιν, εἴτ' ἔργοισιν S.OT 517
, cf. Tr. 236 ; and even in Prose,πόλις, εἴτε ἰδιῶται Pl.Lg. 864a
, cf. 907d, Sph. 224e : the first εἴτε is sts. replaced by εἰ, as εἰ..εἴτε.., Lat. utrum..an.., v.l. in Hdt.3.35 ;εἰ.. εἴτε καί.. A.Ch. 768
;εἰ..εἴτε μή Id.Eu. 468
;εἰ μὲν.., εἴτε καὶ μή.. X.Cyr.2.1.7
; sts. ἤ (ἠὲ καί.. v.l. in Il.2.349 ) stands for the second εἴτε, E.El. 896, Pl.Phdr. 277d, IG1.40.5 ; or for the first, S.Aj. 178 (lyr.), E.Alc. 115 (lyr.) ; εἴτε.. εἴτε.., c. subj. (cf. εἰ), v.l. in Archyt. ap Stob.3.1.105.II in indirect questions, Od.3.90, etc. ; . -
4 είτε
εἴτεsive..sive..indeclform (adverb)——————εἰμίsum: pres opt act 2nd pl——————εἷτε, ἵημιJa-c-io: aor opt act 2nd plεἷτε, ἵημιJa-c-io: aor opt act 2nd pl -
5 εἷτε
-
6 εἴτε
-
7 εἴτε
Grammatical information: `sive - sive, be it that - or that, whether - or' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [281] * e(i)- dem. pronounPage in Frisk: 1,472Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἴτε
-
8 εἶτε
εἶτε, = εἴητε.
-
9 εἴτε
εἴτε v. αἴτε, ὡσείτε. -
10 εἶτε
-
11 εἶτε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἶτε
-
12 είτε
σύνδ. употр, обычно парно:είτε... είτε или, либо;είτε ο ένας είτε ο άλλος — либо один, либо другой;
θα αναχωρήσω απόψε είτε — абрю я уеду сегодня или завтра;
μόνο[ν], είτε με τό[ν] φίλο σου, σας περιμένουμε — ждём либо тебя одного, либо с другом
-
13 ειτε
I.дор. αἴτε conj. (тж. εἴ … εἴ., εἴ. καὴ, … εἴ. καί, εἴ. οὖν … εἴ. οὖν, εἴ …ἤ, εἴ …ἠὲ καί, εἰ … εἴ., ἢ … εἴ.) (и)ли …или, будь то …будь тоεἴτ΄ οὖν καινὰ εἴ. παλαιά Plat. — будь то новые или старые;
λόγοισιν εἴτ΄ ἔργοισιν Soph. — словами (ли) или деламиII.εἶτε, εἴητε -
14 εἴτε
-
15 εἴτε
Βλ. λ. είτε -
16 εἶτε
Βλ. λ. είτε -
17 εἴτε
{част., 65}если, ли, или.Ссылки: Рим. 12:6-8; 1Кор. 3:22; 8:5; 10:31; 12:13, 26; 13:8; 14:7, 27; 15:11; 2Кор. 1:6; 5:9, 10, 13; 8:23; 12:2, 3; Еф. 6:8; Флп. 1:18, 20, 27; Кол. 1:16, 20; 1Фес. 5:10; 2Фес. 2:15; 1Пет. 2:13, 14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἴτε
-
18 είτε
{част., 65}если, ли, или.Ссылки: Рим. 12:6-8; 1Кор. 3:22; 8:5; 10:31; 12:13, 26; 13:8; 14:7, 27; 15:11; 2Кор. 1:6; 5:9, 10, 13; 8:23; 12:2, 3; Еф. 6:8; Флп. 1:18, 20, 27; Кол. 1:16, 20; 1Фес. 5:10; 2Фес. 2:15; 1Пет. 2:13, 14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > είτε
-
19 εἴτε
если, ли, или.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἴτε
-
20 εἴτε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἴτε
См. также в других словарях:
.εῖτε — εἷτε , ἵημι Ja c io aor opt act 2nd pl εἷτε , ἵημι Ja c io aor opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴτε — sive..sive.. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
είτε — σύνδ. διαχ. που μπαίνει συνήθως δύο φορές είτε είτε και συνδέει δύο έννοιες ισοδύναμες ή αντίθετες: Είτε φέτος είτε του χρόνου. – Είτε αυτός είτε άλλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἶτε — εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴτ' — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵτ' — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεἴτε — εἴτε , εἴτε sive..sive.. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτε — εἴτε sive..sive.. doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek