Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἱμαρμένη

См. также в других словарях:

  • Εἱμαρμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱμαρμένῃ — Εἱμαρμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειμαρμένη — Αρχαία ελληνική λέξη (ουσιαστικοποιημένη μετοχή του παθητικού παρακειμένου είμαρμαι, του ρήματος μείρομαι που σημαίνει μοιράζω), που σημαίνει τη μοίρα, το πεπρωμένο, το αναπότρεπτο. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν ως υπέρτατο λόγο των πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • ειμαρμένη — η η μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, η τύχη, το ριζικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἱμαρμένη — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένῃ — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱμαρμένηι — Εἱμαρμένῃ , Εἱμαρμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱμαρμέναις — Εἱμαρμένη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένηι — εἱμαρμένῃ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱμαρμένην — Εἱμαρμένη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἱμαρμένης — Εἱμαρμένη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»