-
1 Ευχάριστος
-
2 Εὐχάριστος
-
3 ευχάριστος
-
4 εὐχάριστος
-
5 ευχαριστος
21) приятный, милый(τέχνη γεωρτίας, λόγοι Xen.)
2) благодарный, признательный(ἄνθρωπος Xen.)
3) благодетельный, благожелательный, благосклонный NT. -
6 εὐχάριστος
εὐχάριστος, ον (s. prec. two entries; Hdt. et al.; ins, pap, Pr 11:16; Philo) pert. to being grateful, thankful (cp. the first mng. of εὐχαριστέω and εὐχαριστία; so X., Cyr. 8, 3, 49; OGI 267, 36; 339, 60 and oft. in ins of cities and their people who are grateful to their benefactors; Jos., Ant. 16, 162; Ar. [Milne, 76, 49]) εὐχάριστοι γίνεσθε Col 3:15 (IPriene 103, 8 [c. 100 B.C.] γενόμενος ὁ δῆμος εὐ.; Philo, Spec. Leg. 2, 209; Just., A I, 13, 2 εὐ. ὄντας).—M-M. TW. -
7 εὐχάριστος
{прил., 1}1. благодарный, признательный;2. благожелательный, благосклонный (Кол. 3:15).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐχάριστος
-
8 ευχάριστος
{прил., 1}1. благодарный, признательный;2. благожелательный, благосклонный (Кол. 3:15).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευχάριστος
-
9 εὐχάριστος
εὐχᾰριστ-ος, ον,A agreeable,τινι τέχνη X.Oec.5.10
([comp] Comp.);λόγοι Id.Cyr.2.2.1
([comp] Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11
; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. - τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 ([comp] Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. - τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90
;ἀποδιδόναι Ph.1.520
;τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f
.III beneficent, (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 ([place name] Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (- ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. ( ἰσχυρότατος cj. Cohn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχάριστος
-
10 ευχάριστος
η, ο [ος, ον ]1) приятный, радостный; доставляющий удовольствие, радость;είναι ευχάριστο — приятно
-
11 εὐχάριστος
1. благодарный, признательный; 2. благожелательный, благосклонный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχάριστος
-
12 ευχάριστος
[эфхаристос] εκ. доставляющий удовольствие, приятный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευχάριστος
-
13 εὐχάριστος
-
14 ευχάριστος
[эфхаристос]επ доставляющий удовольствие, приятный. -
15 εὐχάριστος,
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig -
16 ευχάριστος
agréable -
17 ευχάριστος
1) miły przym.2) przyjemny przym. -
18 ευχάριστος
1) milý2) příjemný -
19 ευχάριστος
1) congenial2) delightful3) palatable4) pleasantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευχάριστος
-
20 congenial
ευχάριστος
См. также в других словарях:
Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)