Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐχάριστα

  • 1 ευχάριστα

    εὐχάριστος
    agreeable: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ευχάριστα

  • 2 εὐχάριστα

    εὐχάριστος
    agreeable: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > εὐχάριστα

  • 3 ευχάριστα

    επίρρ. приятно, весело

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευχάριστα

  • 4 ευχάριστα

    agréablement

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ευχάριστα

  • 5 ευχάριστα

    miło przysł.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > ευχάριστα

  • 6 ευχάριστα

    příjemně

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > ευχάριστα

  • 7 ευχάριστα

    pleasantly

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευχάριστα

  • 8 agréablement

    ευχάριστα

    Dictionnaire Français-Grec > agréablement

  • 9 příjemně

    ευχάριστα

    Česká-řecký slovník > příjemně

  • 10 pleasantly

    ευχάριστα

    English-Greek new dictionary > pleasantly

  • 11 miło

    ευχάριστα

    Słownik polsko-grecki > miło

  • 12 время

    время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ
    * * *
    с
    1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)

    за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα

    ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι

    хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό

    2) ( период) η εποχή

    времена́ го́да — οι εποχές του χρόνου

    ••

    на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά

    в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ

    вре́мя от вре́мени — πότε πότε

    со вре́менем — με τον καιρό

    тем вре́менем — στο μεταξύ

    Русско-греческий словарь > время

  • 13 приятно

    приятн||о
    1. нареч εὐχάριστα, τερπνά; \приятно провести вечер περνώ εὐχάριστα τήν βραδυά·
    2. предик безл εἶναι εὐχάριστο.

    Русско-новогреческий словарь > приятно

  • 14 тепло

    ουδ.
    βλ. теплота (1 σημ.).
    1. θερμοκρασία άνω του μηδενός (0°). || καιρός ζεστός.
    2. μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλπωρή.
    επίρ..
    1. θερμά• ζεστά.
    2. μτφ. εγκάρδια, φιλόφρονα•

    тепло встретить кого-Η. καλοδέχομαι κάποιον.

    3. μτφ. ευχάριστα, ευάρεστα.
    4. (ως κατηγ.) είναι ζέστα•

    на улице тепло έξω κάνει ζέστα•

    мне тепло έχω ζέστα.

    || μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα.

    Большой русско-греческий словарь > тепло

  • 15 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 16 новость

    новост||ь
    ж
    1. τό νέον, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός:
    \новостьи науки τά νέα τῆς ἐπιστήμης· это не \новость, что... δέν εἶναι τίποτε τό καινούργιο·
    2. (известие) ἡ είδησις, τά νέα, τό μαντάτο:
    какие \новостьи? τί νέα;, τι μαντάτα;, τί νεώτερα;· приятные \новостьи τά καλά μαντάτα, τά εὐχάριστα νέα· плохие \новостьи τά δυσάρεστα νέα· ◊ вот еще \новостьи! разг ἀλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > новость

  • 17 продувать

    продува||ть
    несов
    1. (прочищать) φυσώ, καθαρίζω φυσώντας·
    2. (о ветре \продувать обдувать) φυσάω:
    ветерок приятно \продуватьет τό ἀεράκι φυσάει εὐχάριστα·
    3. мед. ἐμφυσώ.

    Русско-новогреческий словарь > продувать

  • 18 agreeably

    adverb ευχάριστα

    English-Greek dictionary > agreeably

  • 19 delightfully

    adverb πολύ ευχάριστα

    English-Greek dictionary > delightfully

  • 20 pleasantly

    adverb ευχάριστα

    English-Greek dictionary > pleasantly

См. также в других словарях:

  • εὐχάριστα — εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκοκελαδώ — ( άω) και λαϊδώ και λαηδώ 1. (για πουλιά) κελαδώ ευχάριστα 2. (για πρόσωπα) τραγουδώ ευχάριστα 3. (για νερό πηγής) ρέω κάνοντας ευχάριστο ήχο …   Dictionary of Greek

  • γλυκολαλώ — ( άω) 1. (για πρόσωπα) μιλώ ευχάριστα 2. (για πουλιά) κελαδώ ευχάριστα 3. (για μουσικό όργανο) βγάζω ευχάριστο ήχο …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις — ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις (Α) επίρρ. επτακόσιες εικοσιεννέα φορές («ἐννεακ... ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει» θα βρει ότι αυτός ζει 729 φορές πιο ευχάριστα, δηλ. πάρα πολύ, απείρως πιο ευχάριστα, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… …   Dictionary of Greek

  • ευπροσδόκητος — εὐπροσδόκητος, ον (ΑΜ) αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δοκώ (πρβλ. α προσ δόκητος)] …   Dictionary of Greek

  • ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ευόνειρος — εὐόνειρος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα 2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον το ευχάριστο όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον] …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»