-
41 нежный
нежн||ыйприл1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:\нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία -
42 отрадный
отрад||ныйприл εὐχάριστος/ παρηγορητικός (утешительный):\отрадныйное явление τό εὐχάριστο φαινόμενο. -
43 приятный
приятн||ыйприл εὐχάριστος, τερπνός, ἀρεστός, ἀπολαυστικός:соединить \приятныйое с полезным συνδυάζω τό τερπνόν μετά τοῦ ὠφελίμου. -
44 γεύση
ί-ις (-εως)] η1) вкус, вкусовое ощущение; привкус;ευχάριστος στη γεύση — приятный на вкус;
δοκιμάζω (σ)τή γεύση — пробовать на вкус; — дегустировать;
τό
φαΐ δεν είχε καμμιά γεύση — обед был совершенно невкусным;2) отведывание;3) перен. вкушение -
45 Ευχαρίστοις
-
46 Εὐχαρίστοις
-
47 Ευχαρίστου
-
48 Εὐχαρίστου
-
49 Ευχαρίστους
-
50 Εὐχαρίστους
-
51 Ευχαρίστω
-
52 Εὐχαρίστῳ
-
53 Ευχαρίστων
-
54 Εὐχαρίστων
-
55 Ευχαρίστως
-
56 Εὐχαρίστως
-
57 Ευχάριστοι
-
58 Εὐχάριστοι
-
59 Ευχάριστον
-
60 Εὐχάριστον
См. также в других словарях:
Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)