-
1 ευθυνη...
εὐθύνη...εὔθυνα, εὐθύνηἥ (преимущ. pl. εὔθῡναι и εὐθῦναι)1) исправление, исправительное наказание(τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαί τινα Arph.)
καὴ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι Plat. — и имя этому наказанию, поскольку справедливость как бы выпрямляет, исправление2) (в Афинах, обязательный для должностных лиц по окончании ими срока службы) финансовый отчетный доклад, отчетεὐθύνας ( реже εὐθύνην) ἔχειν, ὑπέχειν Lys., Dem. или διδόναι Arph., Xen., Dem. — представлять, давать отчет, отчитываться;
εὐθύνας ἐγγράφειν Aeschin. — представлять письменный отчет;ἀπαιτεῖν τινα εὐθύνας τινός Dem. — требовать от кого-л. отчета в чем-л.;εὔθυναι τῆς πρεσβείας Dem. — отчет о результатах дипломатической миссии3) судебное преследование за должностные преступления (в связи с неудовлетворительным отчетом)(εὔθυναι τῶν ἀρχόντων Arst.)
τὰς εὐθύνας κατηγορεῖν или ἐπὴ τὰς εὐθύνας ἔρχεσθαι Dem. — объявлять отчет неудовлетворительным, т.е. обвинять в преступлениях по должности;εὐθύνας ὀφλεῖν Lys., Aeschin. — быть обвиняемым в должностных преступлениях; -
2 ευθυνή
-
3 εὐθυνῇ
-
4 ευθύνη
εὐθύ̱νῃ, εὔθυναsetting straight: fem dat sg (attic epic ionic)εὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj mid 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj act 3rd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres ind mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj act 3rd sg -
5 εὐθύνῃ
εὐθύ̱νῃ, εὔθυναsetting straight: fem dat sg (attic epic ionic)εὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj mid 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj act 3rd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres ind mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj act 3rd sg -
6 ευθύνη
η ответственность, ответ;ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;
διοικητική ευθύνη — административная ответственность;
ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;
φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;
αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;
αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;
ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);
αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность
-
7 ευθύνη
[эфтини] ουσ. Θ. ответственность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευθύνη
-
8 ευθύνη
[эфтини] ουσ θ ответственность. -
9 ευθύνη
1) charge2) obligation3) responsabilité -
10 ευθύνη
1) obciążenie (n) rzecz.2) obowiązek (m) rzecz.3) odpowiedzialność (f) rzecz.4) zobowiązanie (n) rzecz. -
11 ευθύνη
1) odpovědnost2) povinnost3) závazek4) zodpovědnost -
12 ευθύνη
1) liability2) responsibilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευθύνη
-
13 αναλαμβάνει την ευθύνη
презеде одговорноcтаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αναλαμβάνει την ευθύνη
-
14 mesuliye
ευθύνη -
15 odpovědnost
ευθύνη -
16 zodpovědnost
ευθύνη -
17 responsibility
ευθύνη -
18 odpowiedzialność
ευθύνη -
19 sorumluluk
ευθύνη, δέσμευση, (neden) υπαιτιότητα -
20 yüküm
ευθύνη, υποχρέωση, χρέος
См. также в других словарях:
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ευθύνη — η 1.η υποχρέωση που έχει κανείς να δώσει λόγο για τις πράξεις του: Για ό,τι έγινε την ευθύνη την έχει ο προϊστάμενος. 2. η συνέπεια από την εκτέλεση καθήκοντος ή από την παράλειψη της εκτέλεσης αυτού: Η ευθύνη βαρύνει αυτόν που υπογράφει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυνῇ — εὐθύνω guide straight fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνῃ — εὐθύ̱νῃ , εὔθυνα setting straight fem dat sg (attic epic ionic) εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight aor subj mid 2nd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight aor subj act 3rd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight pres subj mp 2nd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek