-
1 διοικητική
διοικητικόςcontrolling: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 eyalet
διοικητική περιφέρεια -
3 διοικητικός
-
4 административный
администр||ативныйприл в разн. знач. διοικητικός:\административныйати́вная должность ἡ διοικητική θέση; \административныйати́вное деление страны ἡ διοικητική διαίρεση τής χώρας; \административныйати́вное взыскание ἡποινή, ἡ κύρωση. -
5 διοικητικος
-
6 взыскание
1. (наказание, выговор) η ποινή 2. (требование уплаты от кого-л.) η χρέωσ/η, η επιβάρυνση, η είσπραξη, οι κυρώσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взыскание
-
7 дистанция
1. (расстояние) η απόσταση, το διάστημα 2. (ж.-д) η διοικητική υποδιαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дистанция
-
8 законодательство
η νομοθεσίαгражданское - αστική «международное - διεθνής -, το διεθνές δίκαιοморское - ναυτική -, το ναυτικό δίκαιοтрудовое - εργατική -, το εργατικό δίκαιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > законодательство
-
9 край
1. (кромка) το άκρο, η ακμή 2. (гра-ница) το σύνορο 3. (область, местность) η μεγάλη (διοικητική) περιοχή, η χώρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > край
-
10 административный
административный διοι κητικός \административныйое деление η διοι κητική διαίρεση* * *администрати́вное деле́ние — η διοικητική διαίρεση
-
11 искусство
иску́сств||ос1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης. -
12 командный
командн||ыйприл τής διοικήσεως, διοικητικός:\командныйая должность ἡ διοικητική θέση· \командный пункт ὁ σταθμός διοικήσεως· \командный состав τά μόνιμα στελέχη στρατού ἡ στόλου· ◊ \командныйые высоты τά δεσπόζοντα σημεία· \командныйое положение ἡ δεσπόζουσα θέση. -
13 распорядительность
распорядитель||ностьж ἡ καλή διαχείριση, ἡ διοικητική Ικανότητα:отсу́тствие \распорядительностьности ἡ κακή διαχείριση [-ις]. -
14 διαίρεση
[-ις (-εως)] η1) мат. деление; 2) разделение на части; расчленение; раздел (территории, имуществе и т. п.);διοικητική διαίρεση — административное деление;
3) раскол; вражда, раздоры; разногласия -
15 ευθύνη
η ответственность, ответ;ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;
διοικητική ευθύνη — административная ответственность;
ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;
φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;
αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;
αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;
ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);
αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность
-
16 borough
(in Britain, a town or area with certain rights.) δήμος, διοικητική περιφέρεια -
17 district
['distrikt](an area of a country, town etc: He lives in a poor district of London; Public transport is often infrequent in country districts.) περιοχή, διοικητική περιφέρεια -
18 административный
επ.διοικητικός•-ые органы διοικητικά όργανα•
-ое взыскание διοικητική τιμωρία.
-
19 аил
-а α.1. χωριό των Ακταίων.2. διοικητική περιοχή της ΣΣΔ της Κιργηζίας. -
20 взыскание
-я ουδ.1. είσπραξη, πάρσιμο, (χρέους, προστίμου).2. τιμωρία, ποινή•дисциплинарное взыскание πειθαρχική ποινή•
административное взыскание διοικητική ποινή.
См. также в других словарях:
διοικητική — διοικητικός controlling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Κεφαλληνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (904 τ. χλμ., 39.488 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με έδρα το Αργοστόλι. Η επικράτειά του περιλαμβάνει τα νησιά Κεφαλονιά και Ιθάκη καθώς και τις νησίδες Απάσα, Αρκούδι, Αστερίς Δασκαλειό, Άτοκος, Βαρδιάνοι, Βρόμωνας,… … Dictionary of Greek
Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Κιλκίς, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.597 τ. χλμ., 89.056 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τον νομό Σερρών, στα Ν με τον νομό Θεσσαλονίκης, στα Δ με τον νομό Πέλλης και στα Β με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Λευκάδος, νομός — Διοικητική διαίρεση (355,9 τ. χλμ., 22.506 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων. Περιβρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος. Περιλαμβάνει τα νησιά Λευκάδα και Μεγανήσι και τις νησίδες Σπάρτη, Σκορπιός, Σκορπίδι, Μαδουρή, Κύθρος, Κάλαμος και Καστός.… … Dictionary of Greek
Νότιο Αιγαίο — Διοικητική περιφέρεια της Ελλάδας στην οποία ανήκουν πολυάριθμα νησιά, από τη Μακρόνησο μέχρι το Καστελλόριζο. Η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Δωδεκανήσου και Κυκλάδων, έχει έκταση 5. 286 τ. χλμ. και πληθυσμό 298.745 κατ. (αύξηση 16% μεταξύ … Dictionary of Greek