-
1 πράξη
[-ις (-εως)] η1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);καλή πράξη — доброе дело;
ευγενική πράξη — благородный поступок;
τρομοκρατική πράξη — террористический акт;
εγκληματικές πράξεις — преступные действия;
2) практика, дело;στην πράξη — на практике, на деле;
στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;
3) практика, опыт; навык, сноровка;μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;
4) сделка, операция;εμπορική πράξη — торговая сделка;
χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;
5) акт (документ);συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;
ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;
συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;
6) постановление, решение;7) театр. действие, акт;δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;
8) мат. действие;αριθμητική πράξη — арифметическое действие;
9) совокупление, половое сношение;§ κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);
γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью
См. также в других словарях:
ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Γκουινιτσέλι, Γκουίντο — (Guido Guinizzelli, Μπολόνια 1235; – Μονσελίτσε, Πάντοβα 1725;).Ιταλός ποιητής. Θεωρείται ομόφωνα ιδρυτής της σχολής του νέου ύφους. Ο Δάντης τον αποκαλεί «πατέρα μου» στο Καθαρτήριο και αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα «επιφανούς εκπροσώπου της… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αβροέπεια — η [ἁβροεπής] ευγενική ομιλία … Dictionary of Greek
αβρότητα — η (Α ἁβρότης) [ἁβρὸς] 1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα 2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά αρχ. λαμπρότητα, πολυτέλεια … Dictionary of Greek
αγλαόθυμος — ἀγλαόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ευγενική ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + θυμός] … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] … Dictionary of Greek
ανθρωπισμός — ο (Α ἀνθρωπισμός) νεοελλ. 1. η κλασική παιδεία και η ενασχόληση με τα κλασικά γράμματα 2. το μορφωτικό ιδεώδες που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και αποβλέπει στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου 3. ευγενική συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
ανθρωποσύνη — η ανθρωπιά, ανθρωπισμός, ευγενική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αρχοντιά — η (Μ ἀρχοντιά και ία) [άρχων] 1. η αρχοντική συμπεριφορά («και τ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα ήτονε τσ αρετής πηγή και τσ αρχοντιάς η φλέγα») 2. το να είναι κανείς άρχοντας, να έχει ευγενική καταγωγή ή να κατέχει κάποιο αξίωμα 3. τα… … Dictionary of Greek