Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εμπορική

См. также в других словарях:

  • ἐμπορικῇ — ἐμπορικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορική — ἐμπορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… …   Dictionary of Greek

  • ακρυλάν ή ακριλάν — Εμπορική ονομασία της ακρυλικής ίνας που παρασκευάστηκε αρχικά στη χημική βιομηχανία Μονσάντο (ΗΠΑ). Το α. ανήκει στην τάξη των ακρυλικών. Σχηματίζεται με πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου και αντικαθιστά το φυσικό μαλλί …   Dictionary of Greek

  • ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… …   Dictionary of Greek

  • βερονάλ — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος, παραγώγου του βαρβιτουρικού οξέος. Συνίσταται από βαρβιτάλη (διαιθυλοβαρβιτουρικό οξύ) και έχει τη μορφή σκόνης ή λευκών κρυστάλλων που είναι διαλυτοί στο ζεστό νερό, το οινόπνευμα, τον αιθέρα και… …   Dictionary of Greek

  • βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… …   Dictionary of Greek

  • Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»