-
1 εμπορικη
ἡ (sc. τέχνη) торговое дело, торговля Plat. -
2 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
3 ψυχεμπορικη
-
4 αμαξοστοιχία
η поезд, железнодорожный состав;ηλεκτρική αμαξοστοιχία — электропоезд; — электричка (разг);
αμαξοστοιχία επιβατική (εμπορική) — пассажирский (товарный) поезд;
αμαξοστοιχία ταχεία — скорый поезд; — экспресс
-
5 αντιπροσωπ(ε)ία
η1) делегация; 2) представительство;εμπορική αντιπροσωπ(ε)ία — торговое представительство, торгпредство
-
6 αντιπροσωπ(ε)ία
η1) делегация; 2) представительство;εμπορική αντιπροσωπ(ε)ία — торговое представительство, торгпредство
-
7 βιομηχανία
η промышленность, индустрия;βαρεία (ελαφρά) βιομηχανία — тяжёлая (лёгкая) промышленность;
βιομηχανία τροφίμων ( — или ειδών διατροφής) — или επισιτιστική βιομηχανία — пищевая промышленность;
κατεργασίας πρώτων υλών — обрабатывающая промышленность;εμπορική βιομηχανία — коммерческое предприятие
-
8 διέξοδος
-
9 επιχείρηση
[-ις (-εως)] η1) операция;πολεμική ( — или στρατιωτική) επιχείρηση — военная операция;
2) прям., перен. предприятие; дело;εμπορική (βιομηχανική) επιχείρηση — торговое (промышленное) предприятие;
τραπεζιτική επιχείρηση — банковое дело;
ριψοκίνδυνη επιχείρηση — рискованное предприятие;
εργάζομαι σε επιχείρηση — работать на предприятии;
§ ερωτικές επιχείρήσεις — ухаживание, флирт; — любовные похождения
-
10 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
11 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
12 ζωηρός
η, ό [α, όν ]1) живой, подвижной, резвый; проворный;ζωηρό παιδάκι (πνεύμα) — живой ребёнок (ум);
2) (слишком) живой, шаловливый (о ребёнке);3) жизнерадостный; оживлённый, активный, энергичный;ζωηρή συζήτηση — оживлённое обсуждение, оживлённая беседа;
ζωηρή κίνηση — оживлённое движение (на улицах);
ζωηρή εμπορική κίνηση — оживлённая торговля;
4) живой, яркий, сильный; выразительный;ζωηρά χρώματα — живые, яркие краски;
ζωηρά μάτια — живые, выразительные глаза;
ζωηρή ανάμνηση (φαντασία) — живое воспоминание (воображение);
ζωηρό ενδιαφέρον — живой интерес;
-о μίσος глубокая ненависть;5) быстрый, энергичный (о походке);ζωηρός βηματισμός — твёрдый шаг;
6) живой, игривый, кокетливый;η κοπέλλα αυτή είναι πολύ ζωηρή — а) эта девушка очень живая, кокетливая; — б) девица лёгкого поведения
-
13 κίνηση
[-ις (-εως)] η1) е разн. знач движение;η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;
χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;
μεγάλη κίνηση — большое движение;
τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;
κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;
κίνηση ταμείου — оборот кассы;
κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;
θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;
μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;
2) оживление, оживлённость; активность;η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;
παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;
3) передвижение (войск);4) кив5ние, кивок;κίνηση της κεφαλής — кивок головы;
§ κίν
ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;
έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;
κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска
-
14 πίστη
[-ις (-εως)] η1) вера, уверенность, убеждённость; 2) верность, преданность;η πίστη στον όρκο — верность присяге;
σηζυγική πίστη — супружеская верность;
3) доверие;4) вера (религиозная);η χριστιανική πίστη — христианская вера;
5) кредит;εμπορική πίστη — коммерческий кредит;
τραπεζιτική πίστη — банковский кредит;
§ κακή πίστη — вероломство, коварство;
καλή πίστη — искренность, чистосердечие;
καλή τη πίστει незлобиво, с чи- стым сердцем;του βγάζω ( — или αλλάζω) την πίστη — замучивать, утомлять;
μου βγήκε η πίστη — я замучился;
αυτός δεν έχει πίστη — ему доверять нельзя; — он ненадёжный человек
-
15 πράξη
[-ις (-εως)] η1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);καλή πράξη — доброе дело;
ευγενική πράξη — благородный поступок;
τρομοκρατική πράξη — террористический акт;
εγκληματικές πράξεις — преступные действия;
2) практика, дело;στην πράξη — на практике, на деле;
στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;
3) практика, опыт; навык, сноровка;μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;
4) сделка, операция;εμπορική πράξη — торговая сделка;
χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;
5) акт (документ);συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;
ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;
συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;
6) постановление, решение;7) театр. действие, акт;δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;
8) мат. действие;αριθμητική πράξη — арифметическое действие;
9) совокупление, половое сношение;§ κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);
γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью
-
16 σύμβαση
[-ις (-εως)] η договор; конвенция; соглашение;διεθνής σύμβαση — международное соглашение; — международная конвенция;
εμπορική σύμβαση — торговое соглашение;
συλλογική σύμβαση — коллективный договор
-
17 συντροφιά
συντροφία η 1.1) компания; общество;μας έλειψε η συντροφιά σου — нам не хватало твоего общества;
με κάποιον — в обществе кого-л.;στη συντροφιά μας δεν τα σηκώνουμε αυτά — мы не терпим такого в своей компании;
κάνω ( — или κρατώ) συντροφιά σε κάποιον — а) водить компанию с кем-л.; — б) составить компанию кому-л.;
γιά συντροφιά — за компанию;
2) товарищество, компания;εμπορική συντροφιά — торговая фирма;
θα έχουμε συντροφιά όλοι στα κέρδη — доходы будем делить на всех;
2. επίρρ. вместе; сообща;πάμε συντροφιά στην αγορά — пошли вместе на базар
-
18 τική
τική эмиссионный банк;εμπορική τική — коммерческий банк;
τική υποθηκών — ипотечный банк;
2) стол;χειρουργική τική — операционный стол;
§
αγία τική ( — святой) алтарь;τική οδόντων — жевательная поверхность зубов
См. также в других словарях:
ἐμπορικῇ — ἐμπορικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορική — ἐμπορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… … Dictionary of Greek
ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… … Dictionary of Greek
ακρυλάν ή ακριλάν — Εμπορική ονομασία της ακρυλικής ίνας που παρασκευάστηκε αρχικά στη χημική βιομηχανία Μονσάντο (ΗΠΑ). Το α. ανήκει στην τάξη των ακρυλικών. Σχηματίζεται με πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου και αντικαθιστά το φυσικό μαλλί … Dictionary of Greek
ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… … Dictionary of Greek
βερονάλ — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος, παραγώγου του βαρβιτουρικού οξέος. Συνίσταται από βαρβιτάλη (διαιθυλοβαρβιτουρικό οξύ) και έχει τη μορφή σκόνης ή λευκών κρυστάλλων που είναι διαλυτοί στο ζεστό νερό, το οινόπνευμα, τον αιθέρα και… … Dictionary of Greek
βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… … Dictionary of Greek
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… … Dictionary of Greek