-
1 ευγενή
εὐγενήςwell-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐγενήςwell-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐγενήςwell-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 εὐγενῆ
εὐγενήςwell-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐγενήςwell-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐγενήςwell-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 благородный
благородный ευγενής ◇ \благородныйе металлы τα ευγενή (или πολύτιμα) μέταλλα* * *••благоро́дные мета́ллы — τα ευγενή ( или πολύτιμα) μέταλλα
-
4 металл
металл м το μέταλλο· драгоценные \металлы τα πολύτιμα (или ευγενή) μέταλλα* * *мτο μέταλλοдрагоце́нные мета́ллы — τα πολύτιμα ( или ευγενή) μέταλλα
-
5 ευγενής
ης, ες [-1) вежливый, хорошо воспитанный, отличающийся благородством поведения, манер; любезный; галантный; 2) благородный; родовитый, знатный, аристократический;§ ευγενη μέταλλα — благородные металлы;
ευγενή αέρια — благородные газы;
2. (ο) дворянин -
6 παρ-αγγέλλω
παρ-αγγέλλω (der aor. II. παρήγγελε bei Her. 9, 53 ist zw., u. Xen. An. 3, 4, 14 hat Krüger dafür παρήγγελλε aufgenommen), eigtl. daneben od. zu einem Andern hinmelden, öffentlich bekannt machen, verkünden lassen; von den Feuerzeichen, welche eine Botschaft fortpflanzen, Aesch. Ag. 280. 285. 307; πεζᾦ παραγγείλας ἄφαρ στρατεύματι, Pers. 461; τοῖς ἄρχουσι παραγγέλλει ὁ ϑεός, ὅπως, Plat. Rep. III, 415 b, vgl. Phaed. 59 e; c. inf., παραγγέλλοντες τῷ πατρὶ τῷ σῷ σε ἐν μουσικῇ παιδεύειν, Crit. 50 d; ἐπειδὰν αὐτοῖς παραγγείλω πίνειν τὸ φάρμακον, Phaed. 116 c; bes. befehlen, was geschehen soll, ermuntern, antreiben, ἵππους, Theogn. 998; φίλα ἑκόντι πράσσειν, Soph. Phil. 1163; παρασκευὴν σίτου, Her. 3, 25; c. inf., 8, 70. 9, 53; bes. vom Commando der Soldaten, wie Xen. Cyr. 6, 3, 27 u. öfter; παραγγέλλει εἰς τὰ ὅπλα, An. 1, 5, 13, unter die Waffen rufen; vgl. auch Eur. Heracl. 824 ἄναξ στρατῷ παρήγγειλ' οἷα χρὴ τὸν εὐγενῆ; u. pass., τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι, Thuc. 2, 11, vgl. 1, 121; dem τεταγμένα entsprechend, Xen. Cyr. 1, 2, 5; παρήγγελται, Plat. Conv. 180 c; Πολεμάρχῳ παρήγγειλαν οἱ τριά-κοντα τὸ ἐπ' ἐκείνων εἰϑισμένον παράγγελμα, πίνειν κώνειον, Lys. 12, 17; ἅπαντας παραγγέλλεις εἰς τὸν κατάλογον, Alle aufrufen, sich in die Soldatenliste einschreiben zu lassen, Luc. parasit. 40; Sp.; – ankündigen, παρηγγέλλετο δὲ ἐπ' αὐτὸν ἤδη στρατεία, Aesch. 3, 65, vgl. 90; – lehren, ermahnen, N. T. – Auch verabreden, παρηγγείλαμεν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρωϊαίτατα εἰς τὸ εἰωϑός, Plat. Phaed. 59 e; bes. die Freunde zu Etwas aufbieten, τοῖς φίλοις, Lys. 1, 42, vgl. 41; Dem. prooem. 55 vrbdt ἐνοχλεῖν καὶ παραγγέλλειν, wofür 21, 4 ὅσῳ πλείοσιν ἠνώχληκε καὶ περιήγγελκεν, mit Buttm. παρήγγελκεν zu lesen; bes. um Etwas zu erlangen; daher sich um ein Amt bewerben, ἀρχήν, D. Hal. 11, 61; Plut. Crass. 21 u. öfter; auch εἰς ὑπατείαν, Caes. 13; οἱ παραγγέλλοντες ἄρχειν, qu. Rom. 49.
-
7 καθ-ίζω
καθ-ίζω (s. ἵζω), impf. καϑῖζον u. ἐκάϑιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάϑισα, auch καϑῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καϑιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καϑίσειν, dor. καϑιξῶ, Bion. 2, 16, auch καϑιζήσω, bes. im med.; καϑίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καϑιζηϑείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάϑικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – niedersetzen, sich setzen lassen; μή με κάϑιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καϑίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καϑίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάϑιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καϑί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καϑῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον 6, 66, καϑῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καϑίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καϑίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καϑίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καϑίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καϑιστάντα las; ϑυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν ϑρόνον τὸν βασίλειον αὐτὸν καϑιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., sich niedersetzen, sich setzen, sitzen; εἰ μετ' ἀϑανάτοισι καϑίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν ϑρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάϑιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ ϑρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καϑίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καϑίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem καϑίστημι entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καϑισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; ὅπου καϑιζησόμεϑα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
-
8 εὐ-γενής
εὐ-γενής, ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῠς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χϑονὸς τῆςδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῠς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρϑένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόςωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαϑοῠ γένους, κατὰ τὴν τοῠ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῠ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Uebertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσϑλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.
-
9 ελευθεριος
1) достойный быть свободным человеком, свободный, вольный, независимый2) достойный свободного гражданина, свободный, благородный(ἐπιστήμη Plat., Arst.; τέχναι, διατριβαί Plut.)
3) ( о животных) благородный(ἵππος Xen.; ζῷα ἐλευθέρια καὴ εὐγενῆ Arst.)
4) великодушный, щедрый, бескорыстный(εἰς χρήματα Xen.)
5) несущий освобождение, освобождающий, избавляющий(Ζεύς Pind., Her., Thuc., Luc.; σωτέρ καὴ ἐ. θεός Arst.)
-
10 металл
металлм τό μέταλλο[ν]:благородные \металлы τά εὐγενή μέταλλα -
11 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
12 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
13 οικογένεια
η1) семья, семейство;αγαπημένη οικογένεια — дружная семья;
συντηρώ οικογένεια — быть кормильцем семьи, содержать семью;
αποκτώ οικογένεια — обзаводиться семьёй;
2) род, фамилия;αρχαία οικογένεια — старинный род;
είμαι από καλή οικογένεια — быть из хорошей семьи;
είμαι ( — или βαστάω) από οικογένεια — происходить из богатой семьи;
κατάγομαι από ευγενή οικογένεια — быть благородного происхождения, происходить из аристократической семьи;
3) биол семейство -
14 στρατεύω
+ V 0-3-1-0-4=8 Jgs 19,8; 2 Sm 15,28; Is 29,7; 1 Ezr 4,6A: to be a soldier, to serve in the army JgsB 19,8M/P: to be a soldier, to serve in the army 2 Sm 15,28; to advance with an army, to wage war 2 Mc 15,17;to fight against [ἐπί τινα] Is 29,7ἱερὰν καὶ εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθε περὶ τῆς εὐσεβείας wage a holy and honourable war on behalf of righteousness 4 Mc 9,24→NIDNTT; TWNT(→ἐκστρατεύω, ἐπιστρατεύω,,) -
15 благородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. ευγενής (την καταγωγή)•пансион -ых девиц πανσιόν ευγενών νεανίδων.
2. ευγενικός, γενναιόφρονας•благородный поступок ευγενική πράξη.
ουσ. ευγενής.εκφρ.- ые металлы – ευγενή μέταλλα. -
16 дворянство
-а ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•
уездное οι ευγενείς επαρχίας•
русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.
|| τίτλος ευγένειας•пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.
-
17 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
18 облагородить
-рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облагороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. εξευγενίζω. || εκλεπτύνω. || διαπλάθω, μορφώνω (για χαρακτήρα κ.τ.τ.).2. (για φυτά) καλυτερεύω.3. κάνω κάποιον ευγενή, ευπατρίδη.εξευγενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. -
19 проба
-ы θ.1. δοκιμή, πρόβα.• проба машины η δοκιμή της μηχανής•проба голосов πρόβα των φωνών•
на -у για δοκιμή.
2. δείγμα (για εξέταση κ.τ.τ.).3. σημαντήρας, σφραγίδα σε αργυρώματα, χρυσώματα (σε ένδειξη γνησιότητας). || τίτλος περιεκτικότητας σε αριθμούς (για ευγενή μέταλλα)•золото 958ой -ы χρυσός με τίτλο 958.
εκφρ.проба пера – δοκιμή της πένας (ικανότητας συγγραφικής)• πρωτόλειο έργο•высшей (высокой) -ы – ανώτατης ποιότητας (βαθμού) έξτρα•низкой -ы – κατώτερης ποιότητας•на -у – για πρόβα, για δοκιμή. -
20 тога
-и θ.ο τήβεννος των Ρωμαίων.εκφρ.рядишься в -у – μεγαλοσχημονώ•рядиться в -у героя – κάνω τον ήρωα•тога в -у благородства – προσποιούμαι τον ευγενή (ευγενικής καταγωγής).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευγενή αέρια — Ομάδα αδρανών χημικών στοιχείων, τα οποία δεν αντιδρούν με κανένα στοιχείο. Είναι τα: ήλιο, νέον, αργό, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο. Βλ. λ. αέρια, ευγενή … Dictionary of Greek
εὐγενῆ — εὐγενής well born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐγενής well born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… … Dictionary of Greek
αέρια, ευγενή — Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή,… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… … Wikipedia