-
1 préparer
ετοιμάζω -
2 изготовлять
ετοιμάζω, παρασκευάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изготовлять
-
3 готовить
гото́в||итьнесов1. ἐτοιμάζω, προπαρασκευάζω:\готовить кадры δημιουργώ στελέχη·2. (замышлять) ἐτοιμάζω, ἐπιφυλάσσω:\готовить сюрприз ἐτοιμάζω (или ἐπιφυλάσσω) ἐκπληξη· \готовить встречу ἐτοιμάζω ὑποδοχἤ3. (стряпать) μαγειρεύω:\готовить обед μαγειρεύω (или ἐτοιμάζω) τό φαγητό. -
4 наготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.
2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•
наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.
εφοδιάζω, προμηθεύω•на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•
на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.
-
5 приготовить
ρ.σ.1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω• ετοιμάζω. || καταρτίζω•приготовить к поступлению в институт προετοιμάζω για εισαγωγήστο Ινστιτούτο.
2. προδιαθέτω, προϊδεάζω.3. φτιάχνω, παρασκευάζω•приготовить лекарство παρασκευάζω φάρμακο.
|| μαγειρεύω•приготовить обед ετοιμάζω το γεύμα.
|| εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι•приготовить дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα.
|| κάνω•приготовить уроки ετοιμάζω τα μαθήματα.
(προ)ετοιμάζομαι, (προ)παρασκευάζομαι• (προ)καταρτίζομαι. -
6 собрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -оρ.σ.μ.1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•
собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•
собрать в кучу συσσωρεύω•
собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•
собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.
2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•
собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).
4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.5. συναρμολογώ, μοντάρω.6. συλλέγω•собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.
7. συγκομίζω•собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•
собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•
собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.
8. εντείνω•собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.
1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.2. συλλέγομαι.3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.
5. εξασφαλίζομαι•собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•
собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.
6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).εκφρ.собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου. -
7 изготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω.4. ετοιμάζω•изготовить снасть ετοιμάζω τα σύνεργα.
2. μαγειρεύω•εκφρ.—ружь – σκοπεύω το όπλο.(στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμάζομαι. -
8 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
9 приготовить
1. (привести в состояние готовности) (προ)ετοιμάζω 2. (настроить, расположить, подготовить к восприятию чего-л.) προετοιμάζω 3. (сделать, изготовить) φτιάχνω, παρασκευάζω 4. (заблаговременно заготовить) προετοιμάζω (προαιρετικά), προπαρασκευάζω 5. (выполнить, осуществить) ετοιμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовить
-
10 готовить
готовить 1) ετοιμάζω 2) (пищу) μαγειρεύω \готовиться ετοιμάζομαι; \готовиться к встрече ετοιμάζομαι για συνάντηση (или για την υποδοχή)* * *1) ετοιμάζω2) ( пищу) μαγειρεύω -
11 уложить
уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου* * *1) τοποθετώуложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι
2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύωуложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές
уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου
3) ( сделать причёску)уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά
-
12 приготавливать
приготавливатьнесов1. προπαρασκευάζω, ἐτοιμάζω, προετοιμάζω·2. (пищу) μαγειρεύω, ἐτοιμάζω φαγητό. -
13 упаковываться
упак||овыватьсяἐτοιμάζω τίς ἀποσκευές μου, ἐτοιμάζω τά πράγματα μου. -
14 готовить
-влю, -вишь, ρ.δ.μ.1. ετοιμάζω, καταρτίζω, κάνω•готовить кадры καταρτίζω στελέχη•
готовить уроки κάνω τα μαθήματα.
2. μαγειρεύω•готовить обед ετοιμάζω το γεύμα (το φαγητό).
3. εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, αποθηκεύω•готовить дрова на зиму εφοδιάζομαι καυσόξυλα για το χειμώνα.
4. μηχανεύομαι, βουλεύομαι, επινοώ, προσχεδιάζω•επιφυλάσσω•готовить сюрприз επιφυλάσσω έκπληξη.
1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι•готовить к отъезду ετοιμάζομαι για αναχώρηση.
|| προτίθεμαι.2. επίκειμαι•готовятся крупные события επίκεινται μεγάλα γεγονότα.
3. καταρτίζομαι, παρασκευάζομαι. || εφοδιάζομαι. -
15 закатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный-чел, -а, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.
2. φεύγω μακριά (με όχημα).3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•
-пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.
|| περιφέρω•закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
|| καταφέρω•закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.
1. κυλώ, κατρακυλώι•мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•
его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.
3. βλ. закатить (2 σημ.).4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•-лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.
εκφρ.глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν. -
16 заправить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. διευθετώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω•заправить рубашку в брюки βάζω το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι•
заправить брюки в сапоги βάζω τα πατζάκια στις μπότες.
2. ксс-ρυκεύω, αρταίνω.3. εχοιμάζω•заправить швейную машину ετοιμάζω τη ραφτομηχανή (για ράψιμο)•
-машину ετοιμάζω το αυτοκίνητο (για εκκίνηαη).
εκφρ.заправить койку – συγυρίζω το κρεβάτι.1. εφοδιάζομαι, με καύσιμη ύλη•заправить бензином ρίχνω βενζύνη (στη μηχανή).
2. τρώγω και. πίνω καλά• προετοιμάζομαι,• хррошо заправить на дорогу τρώγω και πύνω καλά πριν να πάρω δρόμο. -
17 натопить
натопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•
натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.
καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.натопить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•натопить воску λιώνω πολύ κηρί•
натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.
2. διαλύω• ετοιμάζω•натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).
λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.
-
18 подработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω ακόμα• ετοιμάζω•подработать резолюцию ετοιμάζω την απόφαση.
2. εργαζόμενος παραπάνω κερδίζω περισσότερα•подработать деньги δουλεύω παραπάνω για να βγάλω περισσότερα χρήματα.
φθείρομαι από τη χρήση, από την τριβή. -
19 стряпать
ρ.δ.μ.1. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό•стряпать обед ετοιμάζω γεύμα.
2. μτφ. σκαρώνω. || φτιάχνω, κατασκευάζω, μαστορεύω.1. μαγειρεύω.2. μαγειρεύομαι, ετοιμάζομαι. -
20 заготавливать
1. (заблаговременно приготовлять) (προ)ετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (закупать) εφοδιάζω, προμηθεύομαι 3. (за-пасать) (εν)αποθηκεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливать
См. также в других словарях:
ἑτοιμάζω — get ready pres subj act 1st sg ἑτοιμάζω get ready pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμάζω — ετοιμάζω, ετοίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… … Dictionary of Greek
ετοιμάζω — ετοίμασα, ετοιμάστηκα, ετοιμασμένος 1. κάνω κάτι να είναι έτοιμο, τελειώνω, αποτελειώνω. 2. το μέσ., ετοιμάζομαι σκοπεύω, σχεδιάζω να κάνω κάτι: Ετοιμάζομαι για ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοιμάζετον — ἑτοιμάζω get ready pres imperat act 2nd dual ἑτοιμάζω get ready pres ind act 3rd dual ἑτοιμάζω get ready pres ind act 2nd dual ἑτοιμάζω get ready imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάζεσθε — ἑτοιμάζω get ready pres imperat mp 2nd pl ἑτοιμάζω get ready pres ind mp 2nd pl ἑτοιμάζω get ready imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάζετε — ἑτοιμάζω get ready pres imperat act 2nd pl ἑτοιμάζω get ready pres ind act 2nd pl ἑτοιμάζω get ready imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάζῃ — ἑτοιμάζω get ready pres subj mp 2nd sg ἑτοιμάζω get ready pres ind mp 2nd sg ἑτοιμάζω get ready pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσει — ἑτοιμάζω get ready aor subj act 3rd sg (epic) ἑτοιμάζω get ready fut ind mid 2nd sg ἑτοιμάζω get ready fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσουσι — ἑτοιμάζω get ready aor subj act 3rd pl (epic) ἑτοιμάζω get ready fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑτοιμάζω get ready fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσουσιν — ἑτοιμάζω get ready aor subj act 3rd pl (epic) ἑτοιμάζω get ready fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑτοιμάζω get ready fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)