-
1 дельный
дельный θετικός, πραχτικός, επιδέξιος; \дельный совет η καλή συμβουλή* * *θετικός, πραχτικός, επιδέξιοςде́льный сове́т — η καλή συμβουλή
-
2 искусный
-
3 ловкий
-
4 способный
способный ικανός, επιδέξιος; \способный κ чему-л. ικανός για κάτι* * *ικανός, επιδέξιοςспосо́бный к чему́-л. — ικανός για κάτι
-
5 умелый
-
6 изворотливый
изворотливыйприл прям., перен ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐΰστροφος:\изворотливыйый человек ὁ ἐπιτήδειος (или ὁ ἐπιδέξιος) ἀνθρωπος· \изворотливыйый ум ὁ ἐΰστροφος νοῦς. -
7 ловкяй
ловк||яйприл ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, καπάτσος, σβέλτος:\ловкяй удар τό ἐπιδέξιο κτύπημα· \ловкяй наездник ὁ ἐπιδέξιος ἱππέας. -
8 умелый
επ.ικανός, επιδέξιος• επιτήδειος-άξιος• προκομμένος•умелый работик επιδέξιος εργάτης•
-ая хозяйка άξια νοικοκυρά•
-ые руки τα προκομμένα χέρια.
-
9 дельный
дельн||ыйприл πρακτικός, πραχτικός, θετικός, σοβαρός (толковый)/ ίκανός, ἐπιδέξιος, τῆς δουλειάς (способный, умелый):\дельный человек θετικός ἀνθρωπος· \дельныйая мысль ἡ πρακτική (или ἡ γόνιμη) ίδέα. -
10 изощренный
изощренн||ый1. прич. от изощрить·2. прил ὀξύς/ λεπτός, ἐπιδέξιος (о зрении, слухе и т. п.)/ λεπτός, ἐξεζητημένος (о вкусе, остроумии, жестокости). -
11 искусный
иску́сн||ыйприл ἐπιδέξιος, Ικανός (о человеке)/ φτιαγμένος μέ τέχνη (о работе и т. п.). -
12 оборотистый
оборотистыйприл разг ἐπιδέξιος, καπάτσος, ἐπιτήδειος. -
13 оборотливый
оборотлив||ыйприл ἐπιδέξιος, καπάτσος, ἐπιτήδειος:\оборотливыйый человек ὁ καπάτσος ἄνθρωπος. -
14 проворный
проворныйприл σβέλτος, ἐπιδέξιος, γρήγορος, ζωηρός. -
15 расторопный
расторопн||ыйприл σβέλτος/ ἐπιδέξιος, καπάτσος (ловкий). -
16 увертливый
уверт||ливыйприл ἐπιδέξιος, εὐστροφος/ πονηρός (хитрый). -
17 умелый
умелыйприл Ικανός, ἄξιος, ἐπιδέξιος/ εμπειρος (опытный). -
18 хитрый
хитр||ыйприл1. πονηρός, πανοῦργος, κατεργάρης·2. (изобретательный, искусный) ἐξυπνος, ἐπιδέξιος·3. (замысловатый) разг ἔξυπνος:\хитрыйое устройство τό μηχάνημα. -
19 ловкий
[λόβκιϊ] εκ. επιδέξιος, σβέλτος -
20 ловкий
[λόβκιϊ] εκ. επιδέξιος, σβέλτος
См. также в других словарях:
επιδέξιος, -α, -ο — και πιδέξ(ι)ος, α, ο επίρρ. α 1. επιτήδειος, ικανός, καπάτσος, καταφερτζής: Επιδέξιος μάστορας. 2. (για πράγματα), κατάλληλος, πρόσφορος, ανάλογος: Με επιδέξιο ελιγμό απέφυγε τη σύγκρουση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
ἐπιδέξιος — ἐπίδεξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπίδειξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος towards the right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠπιδέξιος — ἐπιδέξιος , ἐπίδεξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος , ἐπίδειξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος , ἐπιδέξιος towards the right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιώτατα — ἐπιδέξιος towards the right adverbial superl ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιώτατον — ἐπιδέξιος towards the right masc acc superl sg ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξίως — ἐπιδέξιος towards the right adverbial ἐπιδέξιος towards the right masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέξιον — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem acc sg ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιωτάτην — ἐπιδέξιος towards the right fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξίοις — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem/neut dat pl ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut opt act 2nd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξίου — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)