Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιδέξιος

См. также в других словарях:

  • επιδέξιος, -α, -ο — και πιδέξ(ι)ος, α, ο επίρρ. α 1. επιτήδειος, ικανός, καπάτσος, καταφερτζής: Επιδέξιος μάστορας. 2. (για πράγματα), κατάλληλος, πρόσφορος, ανάλογος: Με επιδέξιο ελιγμό απέφυγε τη σύγκρουση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδέξιος — ἐπίδεξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπίδειξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος towards the right masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠπιδέξιος — ἐπιδέξιος , ἐπίδεξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος , ἐπίδειξις showing forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιδέξιος , ἐπιδέξιος towards the right masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξιώτατα — ἐπιδέξιος towards the right adverbial superl ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξιώτατον — ἐπιδέξιος towards the right masc acc superl sg ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξίως — ἐπιδέξιος towards the right adverbial ἐπιδέξιος towards the right masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδέξιον — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem acc sg ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξιωτάτην — ἐπιδέξιος towards the right fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξίοις — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem/neut dat pl ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut opt act 2nd sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξίου — ἐπιδέξιος towards the right masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»