-
1 пересматривать
-
2 пересматривать
пересматриватьнесов (рассматривать заново) ἀναθεωρώ, ἐπανεξετάζω:\пересматривать приговор ἐπανεξετάζω τήν ἀπόφαση δικαστηρίου. -
3 пересмотреть
-мотрго, мотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξανακοιτάζω•я -л все книги, но нужной не нашл ξανακοίταξα όλα τα βιβλία, όμως αυτό που ήθελα δεν το βρήκα.
2. επανεξετάζω, αναθεωρώ•пересмотреть вопрос επανεξετάζω το ζήτημα.
3. κοιτάζω, βλέπω (όλους, πολλούς). -
4 переосвидетельствование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переосвидетельствование
-
5 пересматривать
1. (осматривать, просматривать заново) αναθεωρώ,επανεξετάζω 2 (посмотреть всё) βλέπωόλα/τα πάντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересматривать
-
6 переэкзаменовывать
переэкзаменовыватьнесов μετεξετάζω, ἐπανεξετάζω, ἐξετάζω ξανά. -
7 переосвидетельствовать
-ствую, -ствуешь,ρ.δ.κ.σ.επανεξετάζω, ανασκοπώ μετεξετάζω.επανεξετάζομαι. -
8 перетряхнуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетряхнутый, βρ: -нут, -а, -оτινάζω•-одежду τινάζω τα ενδύματα.
|| μτφ. αναθεωρώ, επανεξετάζω. -
9 переэкзаменовать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переэкзаменованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. επανεξετάζω (φοιτητή).2. εξετάζω (όλους, πολλούς).ξαναεξετάζομαι, ξαναδίνω εξετάσεις.
См. также в других словарях:
επανεξετάζω — επανεξέτασα, επανεξετάστηκα, επανεξετασμένος, μτβ., εξετάζω πάλι κάτι, κάνω νέα εξέτασή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι … Dictionary of Greek
ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι … Dictionary of Greek
ανασυζητώ — ξανασυζητώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
επιδιαγινώσκω — ἐπιδιαγινώσκω (Α) επανεξετάζω … Dictionary of Greek
μεταβασανίζω — και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω) νεοελλ. υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζω αρχ. ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
μεταπροβάλλω — και ματαπροβάλλω (Μ) 1. ξαναπροβάλλω, εμφανίζομαι πάλι 2. ανακινώ, επανεξετάζω ένα θέμα … Dictionary of Greek
μετασκοπώ — μετασκοπῶ, έω (Μ) σκέφτομαι ή εξετάζω πάλι, επανεξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκοπῶ «σκέφτομαι, εξετάζω» (< σκόπος)] … Dictionary of Greek
ξανακρίνω — (Μ ξανακρίνω) 1. δικάζω πάλι 2. επανεξετάζω, αναθεωρώ μσν. (για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο … Dictionary of Greek