Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επανεξετάζω

См. также в других словарях:

  • επανεξετάζω — επανεξέτασα, επανεξετάστηκα, επανεξετασμένος, μτβ., εξετάζω πάλι κάτι, κάνω νέα εξέτασή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω …   Dictionary of Greek

  • ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασυζητώ — ξανασυζητώ, επανεξετάζω …   Dictionary of Greek

  • επιδιαγινώσκω — ἐπιδιαγινώσκω (Α) επανεξετάζω …   Dictionary of Greek

  • μεταβασανίζω — και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω) νεοελλ. υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζω αρχ. ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • μεταπροβάλλω — και ματαπροβάλλω (Μ) 1. ξαναπροβάλλω, εμφανίζομαι πάλι 2. ανακινώ, επανεξετάζω ένα θέμα …   Dictionary of Greek

  • μετασκοπώ — μετασκοπῶ, έω (Μ) σκέφτομαι ή εξετάζω πάλι, επανεξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκοπῶ «σκέφτομαι, εξετάζω» (< σκόπος)] …   Dictionary of Greek

  • ξανακρίνω — (Μ ξανακρίνω) 1. δικάζω πάλι 2. επανεξετάζω, αναθεωρώ μσν. (για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»