-
1 επανεξετάζω
μετ.1) пересматривать, рассматривать заново; 2) переэкзаменовывать
См. также в других словарях:
επανεξετάζω — επανεξέτασα, επανεξετάστηκα, επανεξετασμένος, μτβ., εξετάζω πάλι κάτι, κάνω νέα εξέτασή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι … Dictionary of Greek
ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι … Dictionary of Greek
ανασυζητώ — ξανασυζητώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
επιδιαγινώσκω — ἐπιδιαγινώσκω (Α) επανεξετάζω … Dictionary of Greek
μεταβασανίζω — και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω) νεοελλ. υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζω αρχ. ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
μεταπροβάλλω — και ματαπροβάλλω (Μ) 1. ξαναπροβάλλω, εμφανίζομαι πάλι 2. ανακινώ, επανεξετάζω ένα θέμα … Dictionary of Greek
μετασκοπώ — μετασκοπῶ, έω (Μ) σκέφτομαι ή εξετάζω πάλι, επανεξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκοπῶ «σκέφτομαι, εξετάζω» (< σκόπος)] … Dictionary of Greek
ξανακρίνω — (Μ ξανακρίνω) 1. δικάζω πάλι 2. επανεξετάζω, αναθεωρώ μσν. (για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο … Dictionary of Greek