Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επίδραση)

  • 81 распростереть

    (σπάνια)•

    -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши

    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•

    распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•

    распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•

    распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.

    || (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•

    распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.

    1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распростереть

  • 82 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 83 реминисценция

    θ. (γραπ. λόγος).
    1. ανάμνηση ωχρή, αμυδρή.
    2. επίδραση (σε έργο λογοτεχνικό, μουσικό κ. άλλα).

    Большой русско-греческий словарь > реминисценция

  • 84 светостойкий

    επ.
    αξεθώριαστος, ανθεκτικός στην επίδραση του φωτός•

    -ие краски αξεθώριαστα χρώματα.

    Большой русско-греческий словарь > светостойкий

  • 85 симпатический

    επ.
    1. παλ. βλ. симпатичный.
    2. συμπαθητικός•

    -ие нервы τα συμπαθητικά νεύρα.

    || με ή από επίδραση.
    3. ανακουφιστικός•

    -ие средства ανακουφιστικά φάρμακα.

    εκφρ.
    - ие чернила – συμπαθητική μελάνη.

    Большой русско-греческий словарь > симпатический

  • 86 яд

    -а (яду) α.
    1. δηλητήριο, φαρμάκι, ιός•

    смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο•

    посыпать яд ρίχνω δηλητήριο•

    принять яд παίρνω δηλητήριο.

    || μτφ. κάθε τι που προκαλεί θλίψη, βλαβερή επίδραση, ηθική βλάβη•

    яд сомнений το δηλητήριο των αμφιβολιών.

    2. μτφ. κακία, μοχθηρότητα, κακεντρέχεια.

    Большой русско-греческий словарь > яд

  • 87 agression

    1) επίδραση
    2) επίθεση

    Dictionnaire Français-Grec > agression

  • 88 effect

    1) αποτέλεσμα
    2) επίδραση

    English-Greek new dictionary > effect

  • 89 impact

    1) επίδραση
    2) κρούση
    3) ορμή
    4) σύγκρουση

    English-Greek new dictionary > impact

См. также в других словарях:

  • επίδραση — η [επιδρώ] η άσκηση επιρροής, η πρόκληση μεταβολών και αλλαγών, το να επιδρά κάποιος ή κάτι (σε κάποιον ή σε κάτι) …   Dictionary of Greek

  • επίδραση — η επενέργεια, επήρεια, επιρροή, επιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»