Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επίδραση)

  • 61 губительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταστρεπτικός, -οφικός, ολέθριος, θανάσιμος, επιβλαβέστατος•

    -ое влияние ολέθρια επίδραση•

    -ые последствия ολέθριες συνέπειες.

    Большой русско-греческий словарь > губительный

  • 62 деятельность

    θ.
    1. δραστηριότητα, δράση•

    революционная деятельность επαναστατική δράση•

    общественная деятельность κοινωνική δράση.

    2. λειτουργία•

    деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•

    высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.

    || επίδραση, επενέργεια•

    разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.

    Большой русско-греческий словарь > деятельность

  • 63 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 64 заветреть

    -еет
    ρ.σ.
    χαλνώ από την επίδραση του αέρα (για τρόφιμα).

    Большой русско-греческий словарь > заветреть

  • 65 заносный

    επ., αλλοφερμένος, ξενοφερμένος, ξένος•

    -ое влияние ξένη επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > заносный

  • 66 из-под

    κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).
    1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•

    мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.

    2. από τα πέριξ•

    он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.

    3. (σημαίνει αλλαγή) απο•

    освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•

    вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•

    выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•

    выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.

    4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•

    бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•

    метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•

    бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.

    εκφρ.
    из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•
    из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).

    Большой русско-греческий словарь > из-под

  • 67 коррозия

    θ.
    διάβρωση, σκωρίαση, σκουριά. || διάβρωση εδάφους (από την επίδραση αέρα, νερού).

    Большой русско-греческий словарь > коррозия

  • 68 могущественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;I
    1. ισχυρότατος, πανίσχυρος, μεγαλοδύναμος κραταιός.
    2. μτφ. σημαντικός, ισχυρός•

    -ое влияние ισχυρή επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > могущественный

  • 69 мягкотелый

    επ., βρ: -тл, -а, -о.
    1. μαλθακός, πλαδαρός.
    2. μτφ. αδύνατου χαρακτήρα, ο εύκολα δεχόμενος την επίδραση άλλου.
    3. ουσ. πλθ. -ые τα μαλάκια.

    Большой русско-греческий словарь > мягкотелый

  • 70 наитие

    ουδ.
    παλ. έμπνευση, επιφοίτηση. || επίδραση, επενέργεια.
    εκφρ.
    по -го (свыше) – ως δια μαγείας, ως εκ θαύματος.

    Большой русско-греческий словарь > наитие

  • 71 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 72 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

  • 73 огромный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно (κυρλξ. κ. μτφ.)• τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, πολύ μεγάλος ογκώδης•

    -ая скала πελώριος βράχος•

    -ое влияние πολύ μεγάλη επίδραση•

    -ое большинство πολύ μεγάλη πλειοψηφία•

    человек -го роста πανύψηλος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > огромный

  • 74 отражение

    ουδ.
    1. απόκρουση, απώθηση•, отражение нападения απόκρουση επίθεσης. || αντίκρουση•

    отражение обвинения αντίκρουση των κατηγοριών.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντανάκλαση, (αντι)κατοπτρισμός αντίχηση• απήχηση•

    отражение св-та αντανάκλαση του φωτός•

    отражение звука απήχηση, αντίχηση.

    3. απεικόνιση•

    отражение жизни απεικόνισητης ζωής.

    4. (φιλοσ.) αντανάκλαση•

    теория -я θεωρία της αντανάκλασης.

    5. επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > отражение

  • 75 отрицательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αρνητικός•

    отрицательный жест, αρνητική χειρονομία•

    отрицательный ответ άρνητική απάντηση•

    отрицательный результат αρνητικό αποτέλεσμα•

    -ое влияние αρνητική επίδραση•

    -ое электричество αρνητικός ηλεκτρισμός•

    отрицательный образ в комедии αρνητική μορφή (πρόσωπο) στην κωμωδία•

    -ые числа αρνητικοί αριθμοί•

    -ые количества αρνητικά ποσά.

    Большой русско-греческий словарь > отрицательный

  • 76 парение

    ουδ.
    1. βράσιμο με ατμό (αχνό).
    2. βάλσιμο στον ατμό, στην επίδραση του• ατμού.
    3. χτύπημα με ζεστή βρεγμένη βούρτσα.
    4. ζέστη, κάψα.
    ουδ.
    1. πτήση, πέταγμα, διάσχιση του αέρα.
    2. μτφ. έξαρση.

    Большой русско-греческий словарь > парение

  • 77 парусность

    θ.
    η συνολική επιφάνεια των πανιών. || το ύψος των πανιών το εκτιθέμενο στην επίδραση του άνεμου.

    Большой русско-греческий словарь > парусность

  • 78 подействовать

    ρ.σ.
    1. επιδρώ, επενεργώ•

    это лекарство -ло хорошо αυτό το φάρμακο μου έκανε καλό•

    эта угроза -ла на него αυτή η φοβέρα είχε την επίδραση της σ αυτόν.

    2. (για ένα χρον. διάστημα)• δρω, ενεργώ.

    Большой русско-греческий словарь > подействовать

  • 79 подпасть

    ρ.σ. υποπίπτω, πέφτω κάτω απο•

    -под власть πέφτω κάτω από την εξουσία•

    подвлияние πέφτω κάτω από την επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > подпасть

  • 80 последействие

    ουδ. η μετέπειτα επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > последействие

См. также в других словарях:

  • επίδραση — η [επιδρώ] η άσκηση επιρροής, η πρόκληση μεταβολών και αλλαγών, το να επιδρά κάποιος ή κάτι (σε κάποιον ή σε κάτι) …   Dictionary of Greek

  • επίδραση — η επενέργεια, επήρεια, επιρροή, επιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»