-
1 ликвидировать
ликвидировать διαλύω, καταργώ· ακυρώνω (отменять)' εξαλείφω (искоренять)* * *διαλύω, καταργώ; ακυρώνω ( отменять); εξαλείφω ( искоренять) -
2 изгладить
изгладитьсов, изглаживать несов ἐξαλείφω, διαγράφω, σβήνω:\изгладить из памяти σβήνω ἀπ' τό μυαλό μου, ἐξαλείφω ἀπ· τήν μνήμην μου. -
3 изживать
изживатьнесов, изжить сов (что-л.) ἐξαλείφω/ ἀπαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι ἀπό κάτι ἡ κάποιον (избавляться):\изживать недостатки ἐξαλείφω τίς ἀδυναμίες. -
4 удалять
удалятьнесов1. ἀπομακρύνω, ἀποσύρω·2. (устранять) βγάζω, ἐξαλείφω:\удалять пятно́ βγάζω τό λεκέ, ἐξαλείφω κηλίδα· \удалять зуб βγάζω τό δόντι· \удалять волосы ἀπο-ψιλῶ, ἀποτριχώνω, μαδώ·3. (заставлять уйти, уехать) διώχνω, ἐκδιώκω, ἀποβάλλω. -
5 устранить
устранитьсов, устранять недов.1. (ликвидировать) ἐξαλείφω, ἀπομακρύνω:\устранить недочеты ἐξαλείφω τίς ἐλλείψεις· \устранить препятствия ἀπομακρύνω τά ἐμπόδια·2. (уволить) ἀπολύω, παύω. -
6 изгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изглаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. (για επιφάνεια) λιαίνω, ομαλύνω, ισιώνω.2. μτφ. εξαλείφω, απαλείφω, αποσβήνω, αφαιρώ, διαγράφω•изгладить из памяти εξαλείφω από τη μνήμη•
изгладить печальное воспоминание διώχνω τη θλιβερή ανάμνηση.
|| αδυνατίζω, μαλακώνω.λι-αίνομαι, ομαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 изжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -оκ. изжитой, βρ: -жит, -а-ο; ρ.σ.μ.1. εξαλείφω, ξεριζώνω•изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.
2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•изжить горе περνώ φαρμάκια•
изжить печали περνώ θλίψη.
εκφρ.он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,). -
8 ликвидировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. εξαλείφω•ликвидировать неграмотность εξαλείφω την αγραμματοσύνη.
|| διαλύω•ликвидировать трест διαλύω την εταιρεία.
2. εξοντώνω, εξολοθρεύω.εξαλείφομαι. || διαλύομαι. -
9 погасить
ρ.σ.μ.1. βλ. погаснуть (1, 2 σημ.).2. μτφ. αποσβήνω, εξαλείφω, απαλείφω•погасить задолжность εξαλείφω το χρέος.
-
10 сблизить
сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•
сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•
сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| συνδέω• συνδυάζω•сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•
сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| συνδέω, ενώνω•одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.
2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•
сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.
1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω -
11 сгладить
ρ.σ.μ.1. ομαλύνω, ισιάζω, ισιώνω.2. εξαλείφω•сгладить морщины εξαλείφω τις ρυτίδες.
3. διευθετώ, τακτοποιώ• εξομαλύνω•противоречия εξομαλύνω τις αντιθέσεις.
|| μετριάζω•сгладить впечатление μετριάζω την εντύπωση.
1. ομαλύνομαι.2. εξαλείφομαι.3. μτφ. διευθετούμαι, τακτοποιούμαι• εξομαλύνομαι. -
12 согнать
сгоню, сгонишь, παρλθ. χρ. согнанный, βρ: -гнан, -а, -о ρ.σ.μ.1. διώχνω, εκδιώκω•согнать с квартиры διώχνω από το διαμέρισμα•
согнать со двора διώχνω από την αυλή•
согнать с работы διώχνω από τη δουλειά.
|| προγκίζω•согнать муху διώχνω τη μύγα.
2. εξαλείφω, απαλείφω• βγάζω•согнать веснушки εξαλείφω τις πανάδες.
|| εξαφανίζω.3. κατευθύνω, στέλλω με το ρεύμα του ποταμού.4. συγκεντρώνω, σαλαγώ•согнать стадо на опушку μαζεύω το κοπάδι στο ξέφωτο (δάσους).
εκφρ.согнать вес – ελαττώνω το βάρος. -
13 тушить
тушить 1тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.μ.1. σβήνω•тушить свечи σβήνω τα κηριά•
тушить папирос σβήνω το τσιγάρο•
тушить пожар σβήνω την πυρκαγιά.
|| μτφ. καταπραΰνω, καταπαύω•тушить страсти σβήνω τα πάθη.
2. μειώνω, εξασθενίζω• εξαλείφω•тушить выбрацию εξαλείφω τον κραδασμό.
σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.тушить 2тушу, тушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушенный, βρ: -шен, шена, -шеноρ.δ.μ. μαγειρεύω αεροστεγώς, αχνίζω.σιγοβράζω, βράζω με τον αχνό. -
14 уничтожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.ρ.σ.μ.1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•
уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.
|| καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•
уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•
уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.
|| ακυρώνω•уничтожить закон καταργώ νόμο•
уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).
|| μτφ. διαλύω•уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•
уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.
2. καταπίνω• καταβροχθίζω.3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. εξαφανίζομαι, χάνομαι. -
15 устранить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. απομακρύνω• αίρω, αφαιρώ• εξαλείφω• αποβάλλω•устранить препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια από το δρόμο•
-недостатки в работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά•
устранить дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια.
|| διορθώνω, θεραπεύω•устранить аварию θεραπεύω τη βλάβη.
2. απομακρύνω (από κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω•его -ли с института τον έδιωξαν από το ινστιτούτο•
-ли его от руководства партии τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση του κόμματος.
1. απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.2. εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω, εκλείπω•-лись недоразумения εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις.
-
16 элиминировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. απαλείφω, εξαλείφω• σβήνω•элиминировать противоречия εξαλείφω τις αντιθέσεις (ή αντιφάσεις)•
неизвестный член из уравнения απαλείφω τον άγνωστο όρο της εξίσωσης.
απαλείφομαι, εξαλείφομαι. -
17 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
18 запах
η οσμή, η μυρωδιάустранять - εξαλείφω/απομακρύνω την -неприятный - η κακοσμία, η δυσοσμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запах
-
19 недостаток
1. (нехватка) η έλλειψηη ανεπάρκεια2. (несовершенство, дефект) το ελάττωματο μειονέκτημαη ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаток
-
20 неисправность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неисправность
См. также в других словарях:
ἐξαλείφω — plaster pres subj act 1st sg ἐξαλείφω plaster pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαλείφω — εξαλείφω, εξάλειψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek
εξαλείφω — εξάλειψα, εξαλείφτηκα, εξαλειμμένος, μτβ. 1. αφαιρώ ό,τι αλείφτηκε σε κάποια επιφάνεια, απαλείφω, σβήνω: Εξαλείφτηκαν με τους αιώνες τα χρώματα του Παρθενώνα. 2. κάνω να λείψει κάτι, το εξαφανίζω: Ο εγκληματίας εξάλειψε τα ίχνη του εγκλήματος. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαλείφῃ — ἐξαλείφω plaster pres subj mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres ind mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλείψατε — ἐξαλείφω plaster aor imperat act 2nd pl ἐξᾱλείψατε , ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλείψουσι — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλείψουσιν — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλειφομένων — ἐξαλείφω plaster pres part mp fem gen pl ἐξαλείφω plaster pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλειφόμενον — ἐξαλείφω plaster pres part mp masc acc sg ἐξαλείφω plaster pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλειφόντων — ἐξαλείφω plaster pres part act masc/neut gen pl ἐξαλείφω plaster pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)