Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξαλείφω

  • 41 рассасывать

    [ρασσάσυβατ'] ρ (ιατρ) εξαλείφω

    Русско-эллинский словарь > рассасывать

  • 42 устранять

    [ουστρανγιάτ'] ρ εξαλείφω

    Русско-эллинский словарь > устранять

  • 43 выварить

    ρ.σ.μ.
    1. εξάγω, βγάζω με βρασμό•

    выварить соль βγάζω αλάτι με βράσιμο (θαλασσινού νερού).

    2. βράζω καλά, εντελώς•

    выварить мясо βράζω καλά το κρέας.

    3. εξαλείφω, καθαρίζω με το βράσιμο•

    выварить пятна на платье βγάζω τους λεκέδες στο φόρεμα με βράσιμο.

    βράζω καλά•

    мясо -лось το κρέας έβρασε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > выварить

  • 44 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 45 выровнять

    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.
    2. ευθυγραμμίζω•

    выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.

    εκφρ.
    выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.
    1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.
    2. ευθυγραμμίζομαι.
    3. (στρατ.) ζυγίζομαι.
    4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•

    характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > выровнять

  • 46 выскоблить

    -лю, -лишь, ρ.σ.μ.
    1. ξύνω καλά• λειαίνω.
    2. καθαρίζω, εξαλείφω,σβήνω ξύνοντας•

    выскоблить букву σβήνω το γράμμα ξύνοντας,

    (ιατρ.) απόξεση.

    Большой русско-греческий словарь > выскоблить

  • 47 вычеркнуть

    ρ.σ.μ.
    1. διαγράφω, ξεγράφω,! σβήνω, περνώ μολυβιά•

    вычеркнуть из списка διαγράφω από τον κατάλογο•

    вычеркнуть несколько слов σβήνω μεριπές λέξεις.

    2. μτφ. εξαφανίζω, εξαλείφω, απαλείφω.
    εκφρ.
    вычеркнуть из памяти – λησμονώ, ξεχνώ τελείως•
    вычеркнуть из своей жизни – για μένα είναι σα να μην υπΛρχει πια στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > вычеркнуть

  • 48 грамотность

    θ.
    1. μόρφωση, πνευματική κατάρτιση•

    повышение -и населения η μορφωτική ανάπτυξη του λαού•

    всеобщая грамотность γενική στοιχειώδης εκπαίδευση,• добыться всеобщей -и εξαλείφω την αγραμματοσύνη.

    || κατάρτιση•

    техническая грамотность τεχνική κατάρτιση.

    2. αρτιότητα, πληρότητα•

    грамотность сочинения αρτιότητα της έκθεσης (χωρίς γραμματικά και συνταχτικά λάθη).

    Большой русско-греческий словарь > грамотность

  • 49 замести

    -мету, -метешь, παρλθ. χρ. замел
    -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заметший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заметенный, βρ: -тен, -те-на, -тено
    ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια•

    замести сор в угол μαζεύω τα σκουπίδια στη γωνία.

    || μτφ. (απλ.) πιάνω, συλλαμβάνω.
    2. σκεπάζω, εξαλείφω•

    замести следы α) εξαφανίζω τα ίχνη, τα αποτυπώματα, β) μτφ. εξαφανίζω κάθε ίχνος μαρτυρίας.

    3. αρχίζω να σκουπίζω.

    Большой русско-греческий словарь > замести

  • 50 зачеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. διαγράφω, εξαλείφω, σβήνω, τραβώ μολυβιά.

    Большой русско-греческий словарь > зачеркнуть

  • 51 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 52 отчистить

    -ищу, -йстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчищенный
    - βρ: -щен, -а, -о
    καθαρίζω, εξαλείφω, βγάζω•

    отчистить пятно καθαρίζω το λεκέ•

    отчистить ржавчину βγάζω τη σκουριά.

    καθαρίζομαι, εξαλείφομαι, βγαίνω•

    пятно -лось о• λεκές καθάρισε•

    кастриля -лась η κατσαρόλα καθάρισε.

    Большой русско-греческий словарь > отчистить

  • 53 отъесть

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. есть).
    1. τρώγω αποκόπτοντας, ροκανίζω.
    2. εξαλείφω• βγάζω• τρώγω•

    пятно -ло нашатырным спиртом ο λεκές βγήκε με υδαρή αμμωνία.

    3. τελειώνω το φαγητό.
    χοντραίνω, παχαίνω (από την πολυφαγία, καλοφαγία).

    Большой русско-греческий словарь > отъесть

  • 54 поправить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)διορθώνω, επισκευάζω•

    поправить телегу επισκευάζω το αμάξι.

    2. εξαλείφω•

    поправить ошибку διορθώνω το λάθος•

    поправить рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα.

    || υποδείχνω το λάθος•

    поправить собеседника διορθώνω το συνομιλητή.

    3. τακτοποιώ.
    4. αποκατασταί-νω, αποκαθιστώ• καλυτερεύω•

    поправить здоровье καλυτερεύω την υγεία.

    1. διορθώνω το λάθος μου.
    2. τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα.
    3. διορθώνομαι, καλυτερεύω• αναλαμβάνω. || δυναμώνω, γερεύω.
    ρ.σ.
    βλ. править με σημ. για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > поправить

  • 55 рассеять

    -ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπείρω, σπέρνω•

    рассеять семена σπέρνω σπόρους.

    2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•

    школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.

    3. διαχέω• εκπέμπω•

    рассеять свет διαχέω το φως.

    4. διασκορπίζω• διαλύω•

    ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•

    неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.

    || μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•

    рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•

    рассеять скуку διώχνω την πλήξη•

    рассеять опасения διαλύω τους φόβους.

    1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.
    2. διαχέομαι.
    3. διασκορπίζομαι•

    неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).

    || περνώ, παρέρχομαι•

    гнев -лся ο θυμός πέρασε.

    4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассеять

  • 56 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 57 смазать

    ρ.σ.μ.
    1. αλείφω λιπαίνω.
    2. εξαλείφω, απαλείφω (μπογιά, μελάνη).
    (για φωτογραφία) βγάζω μουντή.
    3. μτφ. χαλνώ, βλάπτω, μουντζουρώνω.
    4. παλ. μπατσιζω, χαστουκίζω, ραπιζω, κολαφιζω,
    1. αλείφομαι•

    смазать вазелином αλείφομαι με βαζελίνη.

    2. εξαλείφομαι, αποχρωματίζομαι.
    3. μτφ. γίνομαι μουντός, θαμπός, ασαφής• χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > смазать

  • 58 стереть

    сотру, сотршь, παρλθ. χρ. стр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стртый, βρ: стрт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. стерев κ. стрши; ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω• καθαρίζω•

    пыль с мебели παίρνω τη σκόνη από το έπιπλο•

    стереть пудру с лица σκουπίζω το πρόσωπο από την πούδρα.

    || σβήνω, εξαλείφω•

    стереть рисунок резиной σβήνω το ιχνογράφημα με τη γομολάστιχα.

    || μτφ. εξαφανίζω.
    2. ξύνω• φθείρω, χαλνώ με την τριβή.
    3. τρίβω.
    εκφρ.
    стереть с лица земли – εξαφανίζω από το πρόσωπο της γης.
    σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > стереть

  • 59 стравить

    стравлю, стравишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρακινώ τόν έναν κατά του άλλου•βάζω να μαλώσουν, να τσακωθούν.
    2. πατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
    3. ξοδεύω για τροφή ζώων.
    4. (απλ.) σπαταλώ.
    5. βλ. извести (2 σημ.).
    6. εξαλείφω, εξαφανίζω, καταστρέφω με δηλητηριο.
    ρ.σ.μ.
    βλ. травитьг(1, г σημ.).,
    1. χαλαρώνομαι, ξελασκάρω.
    2. (για αέρα ή πεπιεσμένο ατμό) βγαίνω, εξέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стравить

  • 60 стушевать

    -шую, -шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стушванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, σβήνω ομαλά (χρωματισμό).
    2. μτφ. μειώνω την αντίθεση.
    εξαλείφομαι, σβήνομαι. || μτφ. εξαφανίζομαι βαθμιαία.

    Большой русско-греческий словарь > стушевать

См. также в других словарях:

  • ἐξαλείφω — plaster pres subj act 1st sg ἐξαλείφω plaster pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαλείφω — εξαλείφω, εξάλειψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — εξάλειψα, εξαλείφτηκα, εξαλειμμένος, μτβ. 1. αφαιρώ ό,τι αλείφτηκε σε κάποια επιφάνεια, απαλείφω, σβήνω: Εξαλείφτηκαν με τους αιώνες τα χρώματα του Παρθενώνα. 2. κάνω να λείψει κάτι, το εξαφανίζω: Ο εγκληματίας εξάλειψε τα ίχνη του εγκλήματος. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαλείφῃ — ἐξαλείφω plaster pres subj mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres ind mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλείψατε — ἐξαλείφω plaster aor imperat act 2nd pl ἐξᾱλείψατε , ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλείψουσι — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλείψουσιν — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλειφομένων — ἐξαλείφω plaster pres part mp fem gen pl ἐξαλείφω plaster pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλειφόμενον — ἐξαλείφω plaster pres part mp masc acc sg ἐξαλείφω plaster pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλειφόντων — ἐξαλείφω plaster pres part act masc/neut gen pl ἐξαλείφω plaster pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»