Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξαίρεση

  • 1 εξαίρεση

    [эксэрэси] ουσ. Θ. исключение, изъятие,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαίρεση

  • 2 исключение

    исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...
    * * *
    с
    η εξαίρεση

    в ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση

    без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως

    за исключе́нием… — εκτός…

    Русско-греческий словарь > исключение

  • 3 исключение

    ουδ.
    1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.
    2. αποβολή, διώξιμο.
    εκφρ.
    в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•
    без -я – χωρίς εξαίρεση•
    за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > исключение

  • 4 исключение

    1. (невключение, недопущение) η εξαίρεση 2. (удаление) η αφαίρεση 3. (из организации, учебного заведения) η διαγραφή, η αποβολή, το διώξιμο, η εκδίωξη 4. (отступление от общего правила) η εξαίρεση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исключение

  • 5 без

    без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε
    * * *
    χωρίς, δίχως

    без исключе́ния — χωρίς εξαίρεση

    без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία

    без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε

    Русско-греческий словарь > без

  • 6 исключение

    исключ||ение
    с ι, (действие) ὁ ἀποκλεισμός, ἡ ἀπόκλειοη [-ις], ἡ διαγραφή:
    \исключениеение из списков ἡ διαγραφή ἀπό τους καταλόγους· 2, (отступление от правила) ἡ ἐξαίρεοη [-ις]:
    в виде \исключениеения σάν ἐξαίρεση, κατ' ἐξαίρεσιν за \исключениеением ἐξαιρέσει, ἐκτός· без \исключениеения δίχως ἐξαίρεση, ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > исключение

  • 7 изъятие

    ουδ.
    1. αφαίρεση, ανάκληση, απόσυρση. || πάρσιμο. κατάσχεση.
    2. εξαίρεση•

    все без -я όλοι χωρίς εξαίρεση.

    Большой русско-греческий словарь > изъятие

  • 8 запрет

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрет

  • 9 опускание

    1. (перемещение вниз) το κατέβασμα, η κάθοδος, η κατάβαση 2. (выбрасывание) η παράλειψη, η εξαίρεση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опускание

  • 10 изъятие

    изъят||ие
    с
    1. ἡ ἀφαίρεση [-ις], ἡ ἄρση[-ις], τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση [-ις] / ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετατόπιση [-ις] (удаление):
    \изъятие из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία·
    2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση [-ις]:
    все без \изъятиеия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση.

    Русско-новогреческий словарь > изъятие

  • 11 малое

    мал||ое
    с τό λίγο:
    без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.
    малый II
    м разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:
    славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα.

    Русско-новогреческий словарь > малое

  • 12 отвод

    отвод
    м
    1. (воды) ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ ἀποχέτευση [-ις]·
    2. (кандидата и т. п.) ἡ ἐξαίρεση [-ις]:
    дава́ть \отвод ἀπορρίπτω τήν ὑποψηφιότητα· подлежащий \отводу ἀπορριπτέος, ἐξαιρέσιμος·
    3. тех. ἡ γωνιά / эл. ἡ διακλάδωση (σωλήνα, ήλεκτροσυρμάτων κ.λ.π.), τό κύρτωμα, ἡ καμπή·
    4. (земель) ἡ παροχή, ἡ ἀπονομή· ◊ для \отвода глаз γιά τά μάτια

    Русско-новогреческий словарь > отвод

  • 13 поголовно

    поголо́вн||о
    нареч:
    все \поголовно ὀλοι δίχως ἐξαίρεση, ἀπαξάπαντες.

    Русско-новогреческий словарь > поголовно

  • 14 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

  • 15 без

    κ. безо πρόθεση με γεν.
    1. χωρίς, δίχως, άνευ•

    без денег χωρίς χρήματα•

    без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•

    без потерь χωρίς απώλειες•

    без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•

    без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•

    без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•

    без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•

    вести χωρίς είδηση.

    2. παρά•

    без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.

    || κοντά, σχεδόν, περίπου•

    служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•

    не без того υπάρχει δόση αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > без

  • 16 единый

    επ., βρ: един, -а, -о.
    1. ένας•

    ни -ой ошибки ούτε ένα λάθος•

    ни -ой души ούτε (μία) ψυχή.

    || παλ. μοναδικός, μόνο ένας.
    2. ενιαίος, αδιάσπαστος•

    единый фронт ενιαίο μέτωπο.

    3. κοινός, ίδιος, ένας (για όλους)•

    -ая цель κοινός σκοπός•

    -ая воля κοινή θέληση. -ое командование κοινή διοίκηση.

    εκφρ.
    все до -ого – όλοι χωρίς εξαίρεση, όλοι ως τον ένα.

    Большой русско-греческий словарь > единый

  • 17 кроме

    πρόθ. με γεν. εκτός, παρεκτός, πλην, εξαιρέσει, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, έξω, εξόν•

    кроме него никого не видел εκτός απ αυτόν δεν είδα κανέναν άλλον.

    εκφρ.
    кроме того – (παρνθ. λ.) εκτός αυτού (τούτου), εκτός απ αυτό•
    кроме шуток – εξόν τ αστεία•
    кроме как... – (χωρίς πτωτική διάκριση)• εκτός στον (στην κ.τ.τ.), εκτός απο..., μόνο στον (στην κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кроме

  • 18 отвод

    α.
    1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...
    2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.
    3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.
    4. παραχώρηση, χορήγηση.
    5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.
    6. εξαίρεση•

    заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.

    7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.
    8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.
    9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.
    10. παλ. κλήρος γης.
    εκφρ.
    для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•
    полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.

    Большой русско-греческий словарь > отвод

  • 19 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 20 помимо

    πρόθεση με γεν. εκτός, πλην, εξαιρουμένου, με εξαίρεση, εξόν, έξω, ξέχωρα, χώρια•

    помимо того εκτός απ αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > помимо

См. также в других словарях:

  • εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρεση — η 1. εξαγωγή, απόσπαση, αφαίρεση: Εξαίρεση καλοήθους όγκου. 2. απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο, ειδική περίπτωση, ιδιοτυπία: Ξεχωρίζει από το σόι του, είναι εξαίρεση. 3. διάκριση, ξεχώρισμα, προτίμηση: Δεν κάνει εξαιρέσεις. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»