-
1 ανεξαιρέτως
[анэксэрэтос] εκίρ. без исключенияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεξαιρέτως
-
2 единый
единый (объединённый) ενιαίος ◇ все до \единыйого όλοι ανεξαιρέτως* * *( объединённый) ενιαίος••все до еди́ного — όλοι ανεξαιρέτως
-
3 исключение
исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...* * *сη εξαίρεσηв ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση
без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως
за исключе́нием… — εκτός…
-
4 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
5 великий
велик||ийприл1. μέγας, μεγάλος:\великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
6 единый
еди́н||ыйприл1. (единственный) μόνος, μοναδικός:ни \единыйой души нет δέν ὑπάρχει ψυχή·2. (объединенный) ἐνιαίος:\единый фронт τό ἐνιαίο μέτωπο· \единыйое целое τό ἐνιαΐο σύνολο· ◊ все до \единыйого ὅλοι ὡς τόν τελευταίο, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
7 исключение
исключ||ениес ι, (действие) ὁ ἀποκλεισμός, ἡ ἀπόκλειοη [-ις], ἡ διαγραφή:\исключениеение из списков ἡ διαγραφή ἀπό τους καταλόγους· 2, (отступление от правила) ἡ ἐξαίρεοη [-ις]:в виде \исключениеения σάν ἐξαίρεση, κατ' ἐξαίρεσιν за \исключениеением ἐξαιρέσει, ἐκτός· без \исключениеения δίχως ἐξαίρεση, ἀνεξαιρέτως. -
8 человек
человекм ὁ ἄνθρωπος / τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν] (лицо):рослый \человек ὁ μεγαλόσωμος· молодой \человек а) ὁ νέος, ὁ νεανίας, б) (в обращении) νεαρέ· настоящий \человек ὁ πραγματικός ἀνθρωπος· деловой \человек ἄνθρωπος τῶν ὑποθέσεων выдающийся \человек ὁ διακεκριμένος ἄνθρωπος· жалкий \человек ὁ μίζερος· ничтожный \человек ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος· он \человек большого ума, он очень у́мный \человек εἶναι πολύ Εξυπνος ἄνθρωπος· он \человек ученый εἶναι πολύ μορφωμένος ἄνθρωπος· что это за \человек? τ£ ἄνθρωπος εἶναι;, τί καπνό φουμάρει;, ποδθε βαστάει ἡ σκούφια του;· \человек из народа ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ· все до одного́ \человека ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
9 поголовно
επίρ.ολικώς, ολοσχερώς•все όλοι ανεξαιρέτως, παντάπασι, απαξάπαντες.
-
10 ранжир
-а α. παλ.1. σύνταξη κατ ανάστημα.2. μτφ. τάξη, διευθέτηση• διάταξη.εκφρ.по -у – α) κατ ανάστημα, β) σε τάξη, σε διάταξη•под один ранжир подвести – βάζω σε μια κατηγορία ανεξαιρέτως.
См. также в других словарях:
ανεξαίρετος — η, ο 1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί 2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. αίρετα χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας… … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάφορος — η, ο (Α ἀδιάφορος, ον) [διαφέρω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος 3. επίρρ. αδιαφόρως ανεξαιρέτως, αδιακρίτως αρχ. 1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον … Dictionary of Greek
απαξάπας — ασα, αν (AM ἁπαξάπας) όλος ανεξαιρέτως, ολόκληρος, όλος με μιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο: άπαξ + άπαξ (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)] … Dictionary of Greek
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ … Dictionary of Greek
ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… … Dictionary of Greek
παναριθμώ — παναριθμῷ (Α) επίρρ. απαξάπαντες, όλοι ή όλα μαζί ανεξαιρέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀριθμός] … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek