-
1 εμπιστεύομαι
[эмбистэвомэ] р. доверять, полагаться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπιστεύομαι
-
2 доверить
ρ.σ.μ. εμπιστεύω, εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•доверить тайну другу εμπιστεύομαι μυστικό στο φίλο.
εμπιστεύομαι σε κάποιον•доверить обманщику εμπιστεύομαι τον απατεώνα.
-
3 доверять
доверятьнесов1. (иметь доверие) ἔχω ἐμπιστοσύνηΜ, πιστεύω, ἐμπιστεύ· ομαι:не \доверять кому-л., чему́-л. δυσπιστώ, δέν ἐμπιστεύομαι·2. (поручать) ἐμπιστεύομαι, ἀναθέτω, ἐξουσιοδοτώ:\доверять получение денег ἐξουσιοδοτώ κάποιον νά παραλάβει χρήματα· ◊ \доверять тайну ἐμπιστεύομαι μυστικό. -
4 доверить
доверить, доверять πιστεύω' εμπιστεύομαι (тж. поручать) я ему -ю τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη* * *= доверятьπιστεύω; εμπιστεύομαι (тж. поручать)я ему́ дове́ритью — τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη
-
5 поверить
-
6 положиться
-
7 поручить
поручить αναθέτω* παραγγέλλω (заказать)' εμπιστεύομαι (вверить)* * * -
8 вверять
вверятьнесов ἐμπιστεύομαι:\вверять тайну кому-л. ἐμπιστεύομαι τό μυστικό σέ κάποιον. -
9 вручать
вруч||атьнесов1. ἐπιδίδω, παραδίδω, ἐγχειρίζω, δίνω/ ἀπονέμω (медаль и т. п.):\вручать о́рдеи ἀπονέμω παράσημο·2. перен ἐμπιστεύομαι:\вручать свою судьбу́ кому́-л. ἐμπιστεύομαι τήν τύχη μου σέ κάποιον. -
10 доверяться
доверять||сяἐμπιστεύομαι, ἐκμυστηρεύομαι:\доверятьсяся кому-л. ἐμπιστεύομαι, δίνω πίστη σέ κάποιον. -
11 вверить
παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вверенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.με δοτ. αναθέτω, εμπιστεύομαι.εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. -
12 вручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. врученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.εγχειρίζω, δίνω στα χέρια προσωπικά, ιδιοχείρως, επιδίδω•он -ил ей деньги αυτός της έδοσε στα χέοια χρήματα•
вручить орден παρασημοφορώ•
вручить письмо δίνω γράμμα στα χέρια.
|| εμπιστεύομαι•вручить свою судьбу εμπιστεύομαι την τύχη μου.
-
13 поверить
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поверенный, βρ: -рен, -а, -о1. πιστεύω•поверить в победу πιστεύω στη νίκη.
2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη.3. μ. παλ. ελέγχω, κάνω έλεγχο.4. εκμυστηρεύομαι•поверить тайну εμπιστεύομαι το μυστικό.
5. προστκ. поверь(те) πίστεψε, -έψτε. -
14 поверять
-
15 верить
-
16 вверяться
вверять||сяἐμπιστεύομαι σέ κάποιον. -
17 верить
вери||тьнесов1. (кому-л., чему-л.) πιστεύω, ἐμπιστεύομαι:\верить на слово δίνω πίστη στά λόγια·2. (в кого-л., во что-либо) πιστεύω, ἔχω ἐμπιστοσύνη[ν], ἔχω πίστη. -
18 доверие
довери||ес ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη [-ις]:питать (оказывать) \доверие ἔχω ἐμπιστοσύνη, ἐμπιστεύομαι· внушать \доверие ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη· пользоваться \довериеем кого́-л. χαίρω τῆς ἐμπιστοσύνης κάποιου· злоупотреблять \довериеем κάνω κατάχρηση (или καταχρῶμαι) τῆς -εμπιστοσύνης κάποιου· человек, заслу́живающий \довериея ἄνθρωπος ἀξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος ἄνθρωπος. -
19 поручать
поручатьнесов1. (давать поручение) ἀναθέτω, ἐπιφορτίζω, δίδω παραγγελίαν2. (вверять) ἐμπιστεύομαι κάτι. -
20 верить
[βιέριτ"] ρ. πιστεύω, εμπιστεύομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εμπιστεύομαι — εμπιστεύομαι, εμπιστεύτηκα και εμπιστεύθηκα βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… … Dictionary of Greek
ἐμπιστεύομαι — ἐμπιστεύω entrust pres ind mp 1st sg ἐμπιστεύω entrust pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθέτω — εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
αποθαρρώ — (AM ἀποθαρρῶ, έω) [θαρρώ] μσν. νεοελλ. 1. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 2. (για συναλλαγές) εμπιστεύομαι κάτι για ορισμένο χρονικό διάστημα αρχ. μσν. 1. παίρνω θάρρος 2. τολμώ να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… … Dictionary of Greek
κατεμπιστεύομαι — (Μ) (επιτ. τ. τού εμπιστεύομαι) 1. εμπιστεύομαι απόλυτα κάποιον 2. εκμυστηρεύομαι … Dictionary of Greek