-
1 основываться
βασίζομαι, στηρίζομαι -
2 положиться
-
3 рассчитывать
рассчитывать 1) см. рассчитать 2) (надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαι; - на υπολογίζω σε, ελπίζω πως —ся см. рассчитаться* * *1) см. рассчитать2) ( надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαιрассчи́тывать на — υπολογίζω σε, ελπίζω πως
-
4 наделяться
наделятьсянесов1. ἐλπίζω:я \наделятьсяюсь, что... ἐλπίζω νά.., ἐλπίζω πώς...· я \наделятьсяюсь на успех ἐλπίζω νά ἐπιτύχω·2. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζω τίς ἐλπίδες:я на тебя \наделятьсяюсь στηρίζω τίς ἐλπίδες μου σέ σένα· \наделяться на помощь ἐλπίζω στή βοήθεια· \наделяться на дру́га βασίζομαι στον φίλο μου. -
5 полагаться
полагатьсянесов1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·2. безл:\полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·3. (причитаться):что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια. -
6 надеяться
-юсь, -ешьсяρ.δ.1. ελπίζω•-юсь завтра вернуться ελπίζω αύριο να επιστρέψω•
-юсь на успех ελπίζω να πετύχω•
на свой силы ελπίζω (στηρίζομαι,) στις δυνάμεις μου•
он не -лся вас видеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί.
2. βασίζομαι, στηρίζομαι•на него вполне можно надеяться σ αυτόν μπορείτε να βασίζεστε πλέρια•
надеяться на друга βασίζομαι στο φίλο.
-
7 держаться
1. (сохранять какое-л положение, состояние) κρατιέμαι, βαστιέμαι, πιάνομαι 2. (удерживаться, сохраняться, крепко стоять) κρατιέμαι, στηρίζομαι, βασίζομαι, στέκομαι 3. (придерживаться определённого направления) ακολουθώ την κατεύθυνση, κατευθύνομαι 4. (следовать чему- л.) ακολουθώ, είμαι υπέρ (του, της, των).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держаться
-
8 рассчитывать
1. см. рассчитать( в 1 знач.) 2. (надеяться на что-л.считать чтол. возможным осуществимым) βασίζομαι, στηρίζομαι3. (предполагать) υποθέτω рассчитываться 1. см. рассчитаться( в 1 знач) 2. (нести ответственность за кого,что-л.) ευθύνομαι, λογοδοτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитывать
-
9 основывать
-
10 базироваться
базировать||ся1. (на чем-л.) βασίζομαι, στηρίζομαι;2. (иметь в качестве базы) ἔχω βάση. -
11 зиждиться
зиждитьсянесов уст. (на чем-л.) βασίζομαι (σέ κάτι). -
12 исходить
исходить I1 сов (обойти много мест) διατρέχω, γυρίζω, περιοδεύω (μέ τά πόδια).исходить IIнесов1. (происходить, иметь источником) πηγάζω, προέρχομαι, ξεκινάω, βγαίνω·2. (основываться на чем-л.) βασίζομαι σέ κάτι, ξεκινώ· 3.:\исходить кровью ἐξαντλούμαι ἀπό τήν αἰμορραγία, χάνω πολύ αίμα· \исходить слезами ἀναλύομαι σέ δάκρυα. -
13 основываться
основывать||ся1. (поселяться) ἐγ-καθίσταμαΐ·2. (опираться) βασίζομαι, στηρίζομαι. -
14 покоиться
поко́и||тьсянесов1. (об умершем) ἀναπαύομαι:здесь \покоитьсятся... ἐνθάδε κείται..., ἐδῶ ἀναπαύεται...·2. (основываться) στηρίζομαι, βασίζομαι, εἶμαι βασισμένος. -
15 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
16 обосновываться
[αμπασνόβυβατ'σα] ρ. βασίζομαι -
17 основываться
[ασνόβυβατ'σα] ρ. βασίζομαι -
18 обосновываться
[αμπασνόβυβατ'σα] ρ βασίζομαι -
19 основываться
[ασνόβυβατ'σα] ρ βασίζομαι -
20 базировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ.βασίζω, στηρίζω• εγκατασταίνω.βασίζομαι, στηρίζομαι• εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βασίζομαι — βασίζομαι, βασίστηκα, βασισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… … Dictionary of Greek
προσαπερείδομαι — ΜΑ μσν. (σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι αρχ. 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ 2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπερείδομαι «ακουμπώ,… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek
απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
διισχυρίζομαι — (Α διισχυρίζομαι) [ισχυρίζομαι] υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου αρχ. στηρίζομαι, βασίζομαι … Dictionary of Greek