-
1 вымачивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вымачивание
-
2 замачивать
βρέχω, εμβαπτίζω, (бельё) κάνω πρόπλυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замачивать
-
3 окунание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окунание
-
4 погружать
1. (грузить) φορτώνω 2. (опускать в жидкость) εμβαπτίζω, βυθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погружать
-
5 замочить
-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω.2. εμβάπτω,εμποτίζω, εμβαπτίζω.μουσκεύω, διαβρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 погрузить
ρ.σ.μ.1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•погрузить в воду βυθίζω στο νερό•
погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.
|| κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.
|| μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•
погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.
|| μτφ. απορροφώ;2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•
погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•
погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.
(κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.•погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•
город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•
погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•
погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.
|| επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.
См. также в других словарях:
εμβαπτίζω — (Α ἐμβαπτίζω) βυθίζω, βουτώ κάτι μέσα σε υγρό … Dictionary of Greek
ἐμβαπτισθέντα — ἐμβαπτίζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμβαπτίζω aor part pass masc acc sg ἐμβαπτίζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμβαπτίζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζει — ἐμβαπτίζω pres ind mp 2nd sg ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd sg ἐμβαπτίζω pres ind mp 2nd sg ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζουσι — ἐμβαπτίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτισθεῖσα — ἐμβαπτίζω aor part pass fem nom/voc sg ἐμβαπτίζω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτισθείη — ἐμβαπτίζω aor opt pass 3rd sg ἐμβαπτίζω aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζων — ἐμβαπτίζω pres part act masc nom sg ἐμβαπτίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάπτισον — ἐμβαπτίζω aor imperat act 2nd sg ἐμβαπτίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεβαπτίζοντο — ἐμβαπτίζω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβάπτω — ΜΑ εμβαπτίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταβάπτω «βυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
ἐμβαπτίσας — ἐμβαπτίσᾱς , ἐμβαπτίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐμβαπτίσᾱς , ἐμβαπτίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)