-
1 εκρηκτικός
-
2 κύμα
τό1) прям., перен. волна;κύμα της θάλασσας — морская волна;
ηχητικά (ηλεκτρομαγνητικά) κύματα звуковые (электромагнитные) волны;εκρηκτικό κύμα — взрывная волна;
βραχέα (μακρά, μεσαία) κύματα короткие (длинные, средние) волны;κύμα τρομοκρατίας (διαμαρτυρίας) — волна террора (протеста);
2) вал (морской) -
3 υλικοί(ν)
τό1) материал, вещество;οικοδομικό υλικοί(ν) — стройтельный материал;
εκρηκτικό υλικοί(ν) — взрывчатое вещество;
2) материальная часть; оборудование; воен, техника; снаряжение;τροχαίον υλικοί(ν) — транспортные средства;
ηλεκτρικό υλικοί(ν) — электрооборудование;
τηλεφωνικό υλικοί(ν) — телефонное оборудование;
υλικοί(ν) μάχης — боевая техника;
πολεμικό υλικοί(ν) — военное имущество, снаряжение;
πυραυλικό υλικοί(ν) — ракетная техника;
§ εμψυχο υλικοί(ν) воен. — живая сила;
άψυχο υλικοί(ν) — военная техника, вооружение
-
4 υλικοί(ν)
τό1) материал, вещество;οικοδομικό υλικοί(ν) — стройтельный материал;
εκρηκτικό υλικοί(ν) — взрывчатое вещество;
2) материальная часть; оборудование; воен, техника; снаряжение;τροχαίον υλικοί(ν) — транспортные средства;
ηλεκτρικό υλικοί(ν) — электрооборудование;
τηλεφωνικό υλικοί(ν) — телефонное оборудование;
υλικοί(ν) μάχης — боевая техника;
πολεμικό υλικοί(ν) — военное имущество, снаряжение;
πυραυλικό υλικοί(ν) — ракетная техника;
§ εμψυχο υλικοί(ν) воен. — живая сила;
άψυχο υλικοί(ν) — военная техника, вооружение
См. также в других словарях:
πεντρίτης — Εκρηκτικό χρησιμοποιούμενο σε καψύλλια, εκρηκτικά εμπορεύματα και ως εκρηκτική γόμωση σε νάρκες, βόμβες και βλήματα. Η ταχύτητα της έκρηξής του είναι περίπου 8.400 μ./1’’ και η θερμοκρασία έκρηξης φτάνει τους 4.300°C. Ο π., ο οποίος έχει μορφή… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… … Dictionary of Greek
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νιτροκυτταρίνη — Ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία της κυτταρίνης (ακατέργαστο βαμβάκι ή πολτός ξύλου) με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Οι διάφοροι τύποι ν. έχουν το χαρακτήρα του αρχικού υλικού και διαφέρουν μεταξύ τους σε περιεκτικότητα αζώτου, η … Dictionary of Greek
ανθρακωρυχείο — Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από… … Dictionary of Greek
αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek