Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

άψυχο

  • 1 άψυχος

    η, ο [ος, ον ]
    1) безжизненный;

    άψυχο πτώμα — безжизненное тело;

    άψυχο βλέμμα — безжизненный взгляд;

    2) неодушевлённый (о предметах);
    3) вялый, лишённый живости, бодрости; 4) перен. малодушный, трусливый;

    § άψυχον υλικόν — военная техника

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άψυχος

  • 2 υλικοί(ν)

    τό
    1) материал, вещество;

    οικοδομικό υλικοί(ν) — стройтельный материал;

    εκρηκτικό υλικοί(ν) — взрывчатое вещество;

    2) материальная часть; оборудование; воен, техника; снаряжение;

    τροχαίον υλικοί(ν) — транспортные средства;

    ηλεκτρικό υλικοί(ν) — электрооборудование;

    τηλεφωνικό υλικοί(ν) — телефонное оборудование;

    υλικοί(ν) μάχης — боевая техника;

    πολεμικό υλικοί(ν) — военное имущество, снаряжение;

    πυραυλικό υλικοί(ν) — ракетная техника;

    § εμψυχο υλικοί(ν) воен. — живая сила;

    άψυχο υλικοί(ν) — военная техника, вооружение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υλικοί(ν)

  • 3 υλικοί(ν)

    τό
    1) материал, вещество;

    οικοδομικό υλικοί(ν) — стройтельный материал;

    εκρηκτικό υλικοί(ν) — взрывчатое вещество;

    2) материальная часть; оборудование; воен, техника; снаряжение;

    τροχαίον υλικοί(ν) — транспортные средства;

    ηλεκτρικό υλικοί(ν) — электрооборудование;

    τηλεφωνικό υλικοί(ν) — телефонное оборудование;

    υλικοί(ν) μάχης — боевая техника;

    πολεμικό υλικοί(ν) — военное имущество, снаряжение;

    πυραυλικό υλικοί(ν) — ракетная техника;

    § εμψυχο υλικοί(ν) воен. — живая сила;

    άψυχο υλικοί(ν) — военная техника, вооружение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υλικοί(ν)

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • αψυχώνω — ἀψυχώνω (Μ) κάνω κάποιον άψυχο, θανατώνω …   Dictionary of Greek

  • επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… …   Dictionary of Greek

  • σαμσάρα — Ένα από τα δόγματα της ινδικής σκέψης, μαζί με το κάρμα του οποίου είναι αναγκαίο επακόλουθο· συνοψίζει τη διδασκαλία των μετεμψυχώσεων ή των μετενσαρκώσεων. Ο όρος σαμσάρα σημαίνει «ρεύμα» και προέρχεται από τη σανσκριτική ρίζα sar (= τρέχω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»