-
1 эвакуировать
εκκενώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эвакуировать
-
2 декантировать
εκκενώνω, στραγγίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декантировать
-
3 эвакуировать
-
4 очищать
очищатьнесов1. (ἐκ)καθαρίζω, πασ-τρεύω / ξελασπώνω (от грязи)/ διυλίζω, λαμπικάρω (от примесей):\очищать во́ду καθαρίζω τό νερό·2. (овощи, фрукты) καθαρίζω, ξεφλουδίζω·3. (обкрадывать) разг κατακλέβω, ληστεύω·4. (освобождать) ἀδειάζω, ἐκκενῶ, ἐκκενώνω/ ἐλευθερώνω, ἐλευθερώ (от противника):\очищать-помещение ἐκκενώνω τήν αίθουσα· ◊ \очищать желу́док мед. καθαρίζω τό στομάχι μου. -
5 разрядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -оρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. απογεμίζω•разрядить руж απογεμίζω το όπλο.
|| αδειάζω, ρίχνω•разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.
2. εκφορτίζω, εκκενώνω•разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.
3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.
4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.3. μτφ. εκτονώνομαι. -
6 выкачивать
αντλώεκκενώνωαδειάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выкачивать
-
7 вычерпывать
(воду) αδειάζω (από νερά)εκκενώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычерпывать
-
8 опоражнивать
αδειάζω, εκκενώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опоражнивать
-
9 откачивать
αντλώ έξω, εκκενώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > откачивать
-
10 разгружать
1. (груз) εκφορτώνω, ξεφορτώνω 2. (содержимое) εκφορτώνω, εκρέω, εκκενώνω, αδειάζω 3. (сваливать, вываливать) ξεφορτώνω 4. (программу, работу) ελαφρύνω, ελαφρώνω, ξελαφρώνω, αδειάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгружать
-
11 выгребать
выгребатьнесов βγάζω, ἀδειάζω, ἐκκενώνω. -
12 выкачать
выкачатьсов, выкачивать несов ἀντλώ, τρουμπάρω (жидкость)/ ἐκκενώνω, ἀδειάζω (воздух)· ◊ \выкачать деньги раз». τραβώ ἀπό κάποιον χρήματα. -
13 вычеркивать
вычеркиватьнесов, вычеркнуть сов σβύνω, ἀποσβύνω, διαγράφω:\вычеркивать из списка διαγράφω ἀπό τόν κατάλογο· ◊ \вычеркивать из памяти σβύνω ἀπό τή μνήμη, вычерпать сов, вычерпывать несов1. (водоем и т. п.) ἀδειάζω, ἐξαντλῶ, ἐκκενώνω·2. (воду) ἀντλώ, βγάζω. -
14 освободить
освободитьсов, освобождать несов1. (сделать свободным) ἐλευθερώνω, ἀπελευθερώνω, ἐλευθερώ, ἀφίνω ἐλεύθερον / ἀπολύω, ἀποφυλακίζω (из тюрьмы):\освободить страну́ ἐλευθερώνω τή χώρα·2. прям., перен (высвобождать) ἐλευθερώνω, ἀπελευθερώνω:\освободить ру́ки от веревок ἐλευθερώνω τά χέρια ἀπό τό σχοινί·3. (избавлять) Απαλλάσσω, ἀπαλλάττω·4. (увольнять) ἀπολύω, διώχνω, ἀποβάλλω·5. (опоражнивать, очищать) ἐλευθερώνω, ἐκκενώνω, ἀδειάζω/ ἀνοίγω, καθαρίζω (проход, дорогу). -
15 разряжать
разряжать Iнесов1. (оружие) ἀδειάζω·2. эл. ἐκκενώνω·3. полигр. στοιχειοθετώ ἀραιά, ἀραιώνω· ◊ \разряжать атмосферу ἐπιφέρω ὕφεση.разряжать IIнесов (наряжать) разг στολίζω. -
16 эвакуационныйировать
эвакуационный||и́роватьсов и несов ἐκκενώνω. -
17 вывалить
ρ.σ.1. ρίχνω κάτω, αδειάζω, απαδειάζω, εκκενώνω τελείως•вывалить уголь из тачки αδειάζω το κάρβουνο από το καροτσάκι.
2. (άπλ.) βγαίνω, εξέρχομαι μαζικά.1. βγαίνω, πέφτω•зуб -лся το δόντι έπεσε.
2. εξέρχομαι μαζικά. -
18 выкачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкачанный, -чан, -а, -оαντλώ, εξαντλώ, εκχέω, αδειάζω, εκκενώνω, βγάζω, τρομπάρω•воду αντλώ νερό•
выкачать воздух βγάζω τον αέρα.
|| μτφ. (απλ.) τραβώ, σηκώνω, παίρνω βαθμιαία•выкачать все деньги από λίγα-λίγα σηκώνω όλα τα χρήματα.
αντλούμαι, εξαντλούμαι, χύνομαι έξω, βγαίνω. -
19 вылить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.
2. χύνω μέταλλο•вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.
|| μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.
2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.
-
20 выпростать
ρ.σ.μ.(απλ.) αδειάζω, εκκενώνω•выпростать ведро αδειάζω τον κουβά.
|| απαλλάσσω, απελευθερώνω.απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι, ανακουφίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκκενώνω — εκκενώνω, εκκένωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 … Dictionary of Greek
εκκενώνω — εκκένωσα, εκκενώθηκα, εκκενωμένος, μτβ. 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, αδειάζω: Η αίθουσα εκκενώθηκε από τους θεατές. 2. (για στρατεύματα), φρ., «εκκενώνω χώρα ή φρούριο», αποσύρω τα στρατεύματα απ αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεκκενώ — όω, Α 1. εκκενώνω, αδειάζω προηγουμένως 2. μτφ. (σχετικά με θέμα) εξαντλώ («οὐ γὰρ προεκκενῶσαι χρὴ πάντα», Σχόλ. Ερμογ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκενῶ «εκκενώνω, αδειάζω»] … Dictionary of Greek
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
εκκεινώ — ἐκκεινῶ ( όω) (Α) βλ. εκκενώνω … Dictionary of Greek
εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω … Dictionary of Greek
εκσιφωνίζω — ἐκσιφωνίζω (Α) 1. εκκενώνω με σίφωνα, εξαντλώ 2. διασκορπίζω … Dictionary of Greek
εξαγγίζω — ἐξαγγίζω (Α) [άγγος] βγάζω από το αγγείο, αδειάζω, εκκενώνω … Dictionary of Greek
εξαλίζω — ἐξαλίζω (Α) [αλίζω] 1. εκκενώνω 2. συγκεντρώνω … Dictionary of Greek
εξαλαπάζω — ἐξαλαπάζω (Α) [αλαπάζω] 1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.) 3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.) 4.… … Dictionary of Greek