-
1 эвакуироваться
-
2 разрядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -оρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. απογεμίζω•разрядить руж απογεμίζω το όπλο.
|| αδειάζω, ρίχνω•разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.
2. εκφορτίζω, εκκενώνω•разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.
3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.
4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.3. μτφ. εκτονώνομαι. -
3 эвакуировать
-
4 освободиться
освободить||ся1. (получать свободу) ἐλευθερώνομαι, ἀπελευθερώνομαι·2. прям., перен (высвобождаться) ξεφεύγω, ἀπαλλάσσομαί3. (избавляться) ἀπαλλάσσομαι, ἀπαλλάττομαι / ἀπολυτρώνομαι (от гнета):\освободитьсяся от забот γλυτώνω ἀπ· τις φροντίδες·4. (опорожняться, очищаться) εἶμαι (или μένω) ἐλεύθερος / ἀδειάζω (μετ.), ἐκκενώνομαι (о помещении):небо освободилось от туч ὁ οὐρανός καθάρισε ἀπό τά σύννεφα. -
5 эвакуационныйироваться
эвакуационный||и́роватьсяἐκκενώνομαι. -
6 эвакуироваться
[εβακουίροβατσα] ρ. εκκενώνομαι -
7 эвакуироваться
[εβακουίροβατσα] ρ εκκενώνομαι -
8 высыпать(ся)
вы/ сыпать(ся) 1-плю, -плешь, ρ.σ.1. μ. αδειάζω, εκκενώνω, χύνω•высыпать(ся) муку из мешка αδειάζω το αλεύρι από το σακκί.
2. (για πλήθος) εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι. || εμφανίζομαι, φαίνομαι•-ли звезды βγήκαν τ’ αστέρια•
-ла сыпь βγήκαν εξανθήματα.
1. (για στερεά) πέφτω, τρίβομαι. || αδειάζω, εκκενώνομαι.2. εξέρχομαι, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι.высыпа/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. высыпать(ся).высыпа/ ть(ся) 3-аюсь, -аешься, ρ.δ.βλ. выспаться. -
9 опорожнить
-
10 опростать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опростанный, βρ: -тан, -а, -о(απλ.) αδειάζω, εκκενώνω•опростать карман, корзину αδειάζω τη τσέπη, το καλάθι.
εκκενώνομαι, αδειάζω. || αφοδεύω, ξαλαφρώνω. -
11 опустеть
-ет ρ.σ.1. εκκενώνομαι, αδειάζω•кошелк -л το πορτοφόλι άδειασε.
2. ερημώνω, ερημώνομαι•ночью улицы города -ли τη νύχτα οι δρόμοι της πόλης ερήμωσαν.
-
12 освободить
-божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;ρ.σ.μ.1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•
освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);
2. απεосвободить λευτερώνω•греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.
3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.4. απαλλάσσω•освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•
освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.
|| απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,
1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.2. ξεσκλαβώνομαι.3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω. -
13 отбавлять
ρ.δ.βλ. отбавить.εκφρ.хоть -яй – δεν τελειώνει, είναι άσωτος, αστείρευτος, βγάλε όσο θέλεις.αφαιρούμαι, λιγοστεύω, εκκενώνομαι. -
14 отсыпать(ся)
отсыпать 1-плю, -плешь, προστκ. отсыпьρ.σ.μ.(για κοκκοειδή αντικείμενα) αδειάζω, εκκενώνω ρίχνω, χύνω (μέρος ποσότητας)•зерна из мешка αδειάζω σιτάρι από το σακκί•
отсыпать(ся) зерна в мешочек αδειάζω σιτάρι στο σακ-κούλι.
εκκενώνομαι, ρίχνομαι.отсыпать 2ρ.δ.βλ. отсыпать(ся).ρ.δ.βλ. отоспаться. -
15 пересыпать
-шло, -плешь, προστκ. пересыпь ρ.σ.μ.1. ρίχνω, χύνω, αδειάζω από ένα μέρος σε άλλο.2. παραρρίχνω, παραχύνω, αδειάζω πολύ•пересыпать сахару в чай παραρρίχνω ζάχαρη στο τσάι.
3. επιπάσσω•пересыпать вещи нафталином ρίχνω στα πράγματα ναφθαλίνη.
4. μτφ. (για λόγο)• παρενθέτω (πολλά)• βάζω αναφέρω•пересыпать речь цитатами γεμίζω την ομιλία με πολλά τσιτάτα.
ρ.δ.βλ. пересыпать.ρίχνομαι, χύνομαι, εκκενώνομαι πάνω από το κανονικό.ρ.δ.βλ. переспать. -
16 пустеть
-еет ρ.δ. αδειάζω, εκκενώνομαι. || μτφ. ερημώνομαι (από κατοίκους)•улицы ночью -еют οι δρόμοι τη νύχτα ερημώνουν.
-
17 разлить
разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -оρ.σ.μ.1. χύνω•разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•
разлить молоко χύνω το γάλα.
2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•
разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.
3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•
цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.
1. χύνομαι•молоко -лось το γάλα χύθηκε.
2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.
4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι. -
18 сиротеть
-ю, -еешьρ.δ.1. ορφανεύω, μένω ορφανός.2. μτφ. εκκενώνομαι, αδειάζω•сиротеть уезжают дети сиротеть еет дом φεύγουν τα παιδιά, αδειάζει το σπίτι.
|| είμαι (μένω) μόνος, μοναχός, έρημος. -
19 эвакуировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. эвакуированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.εκκενώνω περιοχή (για ασφάλεια).εκκενώνομαι (από τον πληθυσμό).
См. также в других словарях:
εκκενώνομαι — εκκενώνομαι, εκκενώθηκα, εκκενωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
εκχωρίζω — ἐκχωρίζω (AM) μσν. 1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω 2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία αρχ. (για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
προεκλείπω — Α 1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τόν βοηθήσω 2. παθ. προεκλείπομαι (για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»] … Dictionary of Greek