Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εινός

См. также в других словарях:

  • ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …   Dictionary of Greek

  • ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… …   Dictionary of Greek

  • κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] …   Dictionary of Greek

  • κελαδεινός — κελαδεινός, ή, όν και αιολ. τ. κελαδεννός, ή, όν (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα εινός (αιολ. εννός), πρβλ. φα εινός / φα εννός] …   Dictionary of Greek

  • πενθεινός — ή, όν, Α ο πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. εινός (πρβλ. ποθ εινός)] …   Dictionary of Greek

  • πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …   Dictionary of Greek

  • τραχεινός — ή, όν, ΜΑ (για τόπο) βραχώδης, ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιθ. τραχύς, κατά τα επιθ. σε εινός (πρβλ. ορ εινός)] …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • Dialecte chypriote — Grec chypriote Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec Chypriote — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»